MAX JACOB
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
Ἤτανε στὰ πέριξ τῆς Λοριάν, εἶχε ἥλιο ποὺ ἔλαμπε κι ἔκαιγε, κι εἴχαμε βγεῖ περίπατο καὶ κοιτούσαμε, τοῦτες τὶς μέρες τοῦ Σεπτέμβρη, τὴ θάλασσα ν᾽ ἀνεβαίνει, ν᾽ ἀνεβαίνει καὶ νὰ σκεπάζει τὰ δάση, τὰ τοπία, τὶς γκρεμίλες. Καὶ λίαν συντόμως δὲν ἔμεινε ἐκεῖ πιὰ τίποτ᾽ ἄλλο ν᾽ ἀντιπαλεύει τὴ γαλάζια θάλασσα παρεκτὸς τῶν μονοπατιῶν οἱ μαίανδροι κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα, ἐνῶ οἱ οἰκογένειες ἔρχονταν ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ μεταξύ τους. Ἀνάμεσά μας εἴχαμε κι ἕνα παιδὶ ντυμένο μὲ κουστούμι ναυτικό. Ἤτανε λυπημένο — μοῦ ᾽πιασε τὸ χέρι. «Κύριε», μοῦ εἶπε, «νὰ σᾶς πῶ, ἔχω πάει στὴ Νάπολη· στὴ Νάπολη, νὰ ξέρετε, ὑπάρχουνε πολλὰ-πολλὰ καντούνια· στοὺς δρόμους μπορεῖτε νὰ μείνετε ὁλομόναχος, δίχως οὔτ᾽ ἕνας νὰ σᾶς βλέπει: ὄχι, δὲν ὑπάρχει κόσμος πολὺς στὴ Νάπολη, ἀλλά, νά, ἔχει τόσα καντούνια, ποὺ πάντα πέφτει ἀπὸ ἕνας δρόμος στὸν καθένανε!» «Μὰ τί ψέματα σᾶς ἀραδιάζει πάλι τοῦτος ὁ μπόμπιρας;» μοῦ λέει τότε ὁ πατέρας του· «δὲν ἔχει πάει ποτέ του στὴ Νάπολη!» «Ὁ γιός σας, κύριε, εἶναι ποιητής». «Ἄ, ὡραῖα, εὐτυχῶς! γιατὶ ἔτσι καὶ μοῦ βγεῖ λογοτέχνης, τοῦ τὸ στρίβω ἐγὼ ἀμέσως τὸ λαρύγγι!» Ὅσοι μαίανδροι τῶν μονοπατιῶν ἦσαν ἀκόμα στεγνοὶ ἀπ᾽ τὴ θάλασσα τὸν εἶχαν —σὰν σὲ ὄνειρο— κάνει νὰ φαντάζεται τοὺς δρόμους τῆς Νάπολης.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου