Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

Ο ΚΩΠΗΛΑΤΗΣ

 


PAUL VALÉRY

 

Ο ΚΩΠΗΛΑΤΗΣ

 

Στον μέγα ποταμό γερμένος· τα κουπιά δεν έχουν σταματήσει

στιγμή να με  αποσπούν με λύπη από τα γελαστά τριγύρω μέρη·

ψυχή με αβάσταγα τα χέρια της, μ’ ένα κουπί στο κάθε χέρι,

και οφείλει ο ουρανός στο αργό τους το πλατσούρισμα να υποχωρήσει.

 

Σκληρή η καρδιά, το μάτι να ξεφύγει από τα κάλλη που χτυπάω,

κι αφήνω να ’χει ολόγυρά μου ο κύκλος των κυμάτων ωριμάσει·

με τα βαριά χτυπήματά μου θέλω ο κόσμος ο ένδοξος να σπάσει

των φυλλωμάτων, της φωτιάς ο κόσμος, που τον σιγοτραγουδάω.

 

Περνώ από τα δέντρα κάτω, και ως ύφασμα βελούδο με νερών μια ρύμη

χρωματική τα φύλλα παίζουν μέσα στην απόλυτη ηρεμία·

και τούτα τα νερά για σκίσε, βάρκα μου, έλα, και για κάν’ τους μία

ουλή, να βγαίνει απ’ την πλατιά γαλήνη για να καταπιεί τη μνήμη.

 

Ποτέ, ω γητέματα της μέρας, οι γητειές σας, ναι, ποτέ δεν έχουν

τόσο υποφέρει από αποστάτη που την άμυνά του δοκιμάζει.

Μα σαν τους ήλιους που απ’ τη νιότη μου με βγάλαν, κάτι εδώ με βάζει

 και πάλι στην πηγή να πάω, απ’ όπου ονόματα άλλο πια δεν τρέχουν.

 

Η νύμφη ολάκερη, δεινή, τεράστια, εις μάτην με αποτρέπει – ιδίως

με χέρια μού ανακόπτει πάναγνα τα μέλη μου τα εξαντλημένα·

δεσμά θα σπάσω χίλια αργά-αργά, όλα τους γερά και παγωμένα,

και τις κλωστές τις ασημιές –σαν γένια– της γυμνής της τής ισχύος.

 

Αυτός ο μυστικός ο ήχος των νερών απ’ το ποτάμι ετούτο

τις μέρες τις χρυσές μου μού τις δένει με μια γάζα μεταξένια·

και τίποτα δεν μου τυφλώνει την παλιά χαρά μου απ’ την έννοια

ενός θορύβου μιας φυγής, που ακίνητη όλο μένει μολοντούτο.

 

Γεφύρια-δαχτυλίδια: το νερό, βαθύ, από κάτω τους με πάει·

και τόξα με άνεμους γεμάτα, ο φλοίσβος με τη νύχτα που ’χει ανοίξει,

κυλούν επάνω σ’ ένα μέτωπο και του φορτώνουν πάντα πλήξη,

αλλά έχει κόκαλο γερότερο απ’ την πύλη τους που δεν βαστάει.

 

Η νύχτα τους κρατάει καιρό. Η ψυχή στ’ αντίκρισμά τους χαμηλώνει

τους αισθητούς της ήλιους, τα γοργά που ανοιγοκλείνουν βλέφαρά της,

καθώς, με κίνηση που πέτρινο με κάνει σώμα, στα δικά της

νερά βουλιάζω εκεί που το οκνηρό, το αργό γαλάζιο με κυκλώνει.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου