MAX JACOB
ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΛΟΦΩΝ
Έφτασα σ’ έναν λόφο που τον εσκέπαζαν στην κορυφή λιβάδια· δέντρα τον περικύκλωναν και τριγύρω του διέκρινες και άλλους λόφους. Στο ξενοδοχείο βρήκα τον πατέρα μου, και ο οποίος μου είπε: «Σου εμήνυσα να ρθείς εδώ να σε παντρέψω!» «Μα δεν έχω το μαύρο μου κουστούμι!» «Δεν πειράζει· θα παντρευτείς έτσι – αυτό είναι η ουσία!» Εκεί που πήγαινα με τα πόδια στην εκκλησία, κατάλαβα πως μου προόριζαν για σύζυγο κάποια νεαρή χλομή κυρία. Το απομεσήμερο τα είχα χαμένα από της γιορτής το χάρμα: το λιβάδι είχε παγκάκια ολόγυρά του· κατέφθαναν ζευγάρια, ευγενείς, κάτι σοφολόγιοι, φίλοι απ’ το Γυμνάσιο – κατέφθαναν στα κυματιστά γουβώματα των χωμάτων, κάτω από τα δέντρα. Εμένα μού ’ρθε τότε όρεξη να κάνω σκίτσα. Η γυναίκα μου όμως; Α, έν’ αστειάκι ήτανε όλο κι όλο, τί!... δεν παντρεύονται οι άνθρωποι δίχως μαύρο κουστούμι, αλ ανγκλαίζ. Δήμαρχος ήταν ο διευθυντής του δημοτικού σχολείου. Έβγαλε ένα λόγο εκεί, στη μέση του λιβαδιού, είπε ότι δεν με είχαν καμία ανάγκη για να με παντρέψουν, διότι οι πάντες εγνώριζαν το περιουσιακό μου στάτους. Τότ’ εγώ επνίγηκα σε λυγμούς ταπεινώσεως κι έπιασα κι έγραψα τούτην εδώ τη σελίδα, με λογοτεχνική μανιέρα πολύ γελοιότερη όμως.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου