ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ
Μέχρι τα 12 μου χρόνια ολόκληρο τον Αύγουστο παραθερίζαμε οικογενειακώς στο Τσιρίγο - έτσι λέμε εμείς οι Τσιριγώτες τα Κύθηρα. Από το χωρίον Φράτσια, στη μέση του νησιού, κατάγεται η οικογένειά μου.
Νερό απ' το πηγάδι, γάλα κατ' ευθείαν από τις ζούλες (τις κατσίκες), φως τα βράδια από τη λάμπα. Ωραία ήτανε. Κατά το ειωθός κατεβαίναμε κάθε Παρασκευή στη Χώρα, με τον "Καζαμία" (άλλη φορά περί αυτού). Πηγαίναμε για ψώνια, στο (ας πούμε) σούπερ μάρκετ του Άντζολου: καθόλου κακό κατάστημα, κάθε άλλο. Λειτουργούσε και ως πρακτορείο εφημερίδων. Δηλαδή το πλοίο (η περιώνυμη Μυριδιώτισσα) έφερνε μερικές εφημερίδες με καθυστέρηση μιας ή και δύο ημερών. Τις Παρασκευές αγοράζαμε τις εφημερίδες της Πέμπτης. Μπαγιάτικες δηλαδή... Το 1969 κατεβήκαμε Σάββατο, γιατί την Παρασκευή 15 ήταν της Παναγίας, και ο Καζαμίας εκτελούσε τη διαδρομή "Φράτσια - Μυρτίδια", καθότι γιόρταζε η Παναγία η Μυριδιώτισσα.
Η πιθανότητα να βρούμε εφημερίδα της Πέμπτης το Σάββατο ήταν σχεδόν μηδαμινή. Ο πατέρας μου διάβαζε τη Βραδυνή και το ΦΩΣ. Το ΦΩΣ στις 16 Αυγούστου δεν βρέθηκε. Ούτε η Βραδυνή. Υπήρχε ένα τελευταίο φύλλο της Ακροπόλεως. Το πήραμε και πήγαμε και κάτσαμε στο Μπελβεντέρε, χαζεύοντας το Καψάλι. Η συνήθεια το ήθελε να διαβάζω εγώ πρώτος την εφημερίδα, μόνο τα "αθλητικά". Τα άλλα μού ήσαν αδιάφορα.
Τα αθλητικά της Βραδυνής ήσαν πλούσια. Στης Ακρόπολης τ' αθλητικά, που ήσαν λιτά και ολίγιστα, διάβασα ότι "απεβίωσεν ο διεθνής ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού Αριστείδης Παπάζογλου". Με πιάσανε τα κλάματα, και δεν έλεγα να σταματήσω. Ο πατέρας μου προσπαθούσε να με παρηγορήσει ανεπιτυχώς. Μου έλεγε δυο κουβέντες, κι εγώ έκλαιγα περισσότερο. Μπορεί ο ήρωάς μου να ήταν ο Γιώργος Σιδέρης, αλλά θαύμαζα και τον Παπάζογλου - τον είχα δει, μάλιστα, να σκοράρει στο πρώτο παιχνίδι που είχα παρακολουθήσει τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκη.
Για να με ηρεμήσει ο πατέρας μου με πήρε και με πήγε στο καφενείο του Δαπόντε, να πιούμε πορτοκαλάδα. Εκεί, σ' ένα τραπέζι βρήκαμε, τσαλακωμένο από τα πολλά χέρια που τό είχαν πιάσει, το φύλλο του ΦΩΤΟΣ της 14ης Αυγούστου, ημέρας Πέμπτης. Έγραφε για τον θάνατο και την κηδεία του Αριστείδη. Έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα. Είχα συγκλονιστεί.
Στην επιστροφή μας αργά το μεσημέρι στα Φράτσια, μόλις στρίβαμε στην Ξεροσοβάλα, για να μπούμε στο χωριό είπα του πατέρα μου: "Άμα πεθάνει, μπαμπά, κι ο Σιδέρης, χαθήκαμε"...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου