CHARLES BAUDELAIRE
Η ΚΟΜΗ
Ω κόμη, ω δέρας βοστρυχώδες που τους ώμους ντύνει!
Ω μπούκλες! Ω άρωμα που σφύζει από νωχέλειας ύλη!
Ω, η έκσταση! Αν είν’ να οικιστεί η άραχλη απόψε κλίνη
ενύπνιων αναμνήσεων, ετούτη η κόμη ας μείνει
(πώς το ζητώ!) να σειέται στον αγέρα σα μαντίλι!
Η λάγνα Ασία και η κεκαυμένη Αφρική εκεί κάτω:
όλα άλλος κόσμος,
μακρινός· κι αν ξεψυχάει στα χάη,
ζει ωστόσο στο βαθύ σου δάσος, το χυμούς γεμάτο!
Το πνεύμα αν οι άλλοι ωθούν στη μουσική, εμένα, νά το,
στ’ αρώματά σου, αγάπη μου, ποθεί να κολυμπάει!
Εκεί θα πάω, όπου ο οίστρος άνθρωπους και δέντρα ενώνει
κι αργολιγοθυμούν από του κλίματος τις τρέλες.
Βαρειές πλεξούδες: το αντιμάμαλο που με σηκώνει!
Ω εβένινα νερά, όνειρο είσαστε που με θαμπώνει –
όλο πανιά, κουπιά, κατάρτια, φιάμολες, προπέλες:
στο πόρτο αυτό το βουερό ρουφά άπληστα η ψυχή μου
τ’ αρώματα, τους ήχους και τα χρώματα κυρίως
των πλοίων, που χρυσαφιού και μουαρέ υπερπολυτίμου
ολκούς γεννούν, νά ’ν’ μπράτσα ολάνοιχτα για το φιλί μου
στον αίθριον ουρανό όπου αείζωο πυρ φωτάει αιωνίως.
Την κεφαλή μου με έρωτος μεθύσι θα βυθίσω
στον μαύρο ετούτο ωκεανό που τα πελάγη πνίγει·
και το λεπτό μου πνεύμα μες στο μπότζι θά ’βρει το ίσο
ξανά (ω οκνηρία γόνιμη!), κι εκεί θα ξαναρχίσω
τη χάρη να λικνίζω που σε σχόλη καταλήγει!
Μαλλιά μαβιά (: περίπτερο κατάφορτο σκοτάδι),
του γλαφυρού ουρανού τη μπλε μού δίνετε ως δική σας
μορφή, κι είν’ τα μπλεγμένα σας τσουλούφια σα μαγνάδι
που κρύβει πλήθος μυρωδιές, για να μεθώ με λάδι
της φοινικιάς και ορμές του μόσχου και της μαύρης πίσσας.
Το χέρι μου μες στην πυκνή σου χαίτη θε να σπέρνει
ρουμπίνια, πέρλες! Και ζαφείρια πάντα θα σου δίνω,
μην και ποτέ κωφεύσεις σε ό,τι πλάι σου με φέρνει!
Εσύ δεν είσαι η όαση του ονείρου;... το φλασκί όπου γέρνει
και ξεδιψά μου ο πόθος, όταν θύμησές σου πίνω;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου