ΓΙΑΝΝΗΣ
ΡΙΤΣΟΣ
ΤΗΝ
ΕΠΑΥΡΙΟ
Φανοστάτες
πεσμένοι· κι ένα δέντρο· – το φως κυκλοφορούσε
από
κάτω·
το
δεύτερο πέρασμα δίπλα στους υπονόμους. Φέραν τα βίντζια,
σηκώσαν
τα βαγόνια, πήραν τους νεκρούς. Δε φταίξαμε – είπε.
Ανάμεσα
στις σιδηροτροχιές η γριά μάζευε χαμομήλια.
Βρήκε
το ρολόι του εισαγγελέα· το πέρασε στο χέρι της. Τί
θαρρείς,
γιέ μου,
που
οι νεκροί δεν πεινάνε; – τρώνε τα σίδερα, τις πόρτες, την
πέτρα.
Τότε
πάνω
απ’ το πρόχωμα φώναξε ο Βαγγέλης. Δεν ξεχώρισαν λόγια.
Οι
άλλοι
βγάλαν
απ’ τα πουκάμισά τους τις σημαίες και προχωρήσαν προς
τον
χάλκινο ιππέα.
Από
την ποιητική συλλογή: Το μακρινό (1975).
Από
το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. ΙΒ΄, Κέδρος, Αθήνα 1997, σελ. 19.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου