Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

ΚΑΠΝΙΖΟΝΤΑΣ Μ’ ΕΝΑ ΦΙΛΟ




ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ


ΚΑΠΝΙΖΟΝΤΑΣ Μ’ ΕΝΑ ΦΙΛΟ

Κάποτε θα μετακομίσω. Θα εγκατασταθώ μονίμως σε ένα ευρύχωρο παρελθόν δίπλα στη θάλασσα. Το σούρουπο θ’ ακούω τον ουρανό να ψιθυρίζει μυστικά στις μολόχες και τα χαμομήλια. Μετά θ’ ανοίγω τα παράθυρα στις σκιές της νύχτας. Περνούν

 τα χρόνια, ασπρίζουν, γίνονται σαν τις λαμπάδες της Αναστάσεως. Και τί ποιήματα θα γράψεις που θα τα πάρουνε τα κύματα. Προσπαθώ απλώς να διατηρήσω μερικά φαντάσματα, όμως το σπίτι είναι γεμάτο χαραμάδες, βγαίνουν στο δρόμο, τα πατάνε τ’ αυτοκίνητα.

 Πώς μπορεί να μένει αδιάφορος κανείς μπροστά σε τόση καταστροφή; Κι όμως, τον περισσότερο καιρό δεν συλλογίζομαι τίποτε ή θυμάμαι κάτι ξεχαρβαλωμένες μελωδίες και στεναγμούς αποχαιρετισμών ή παίρνω μια γομολάστιχα και σβήνω λογαριασμούς που μια ζωή κρατούσα με σχολαστική ακρίβεια. Τότε

 έρχεται ένας ηλικιωμένος άντρας με πράο ύφος κι άσπρα μαλλιά, κάθεται διστακτικά στην άκρη του καναπέ όπως κάνουν πάντα οι φτωχοί. Η ανάσα του μοσχοβολάει άγια σοφία, θέλω να του πω πως έτσι φανταζόμουν πάντα τη δικαιοσύνη, αλλά φοβάμαι ότι κι οι πιο ανώδυνες λέξεις θα σκοντάψουν στην άτρωτη αμηχανία του.

 Του μιλώ απλώς για τα μελλοντικά μου σχέδια και για τη μετακόμιση, εκείνος ακούει με προσήνεια ώσπου το σούρουπο γυρίζει σε βαθύ σκοτάδι και δεν διακρίνονται παρά οι καύτρες των τσιγάρων μας. Φεύγει αθόρυβα ψιθυρίζοντας καληνύχτα κι εγώ ντρέπομαι που μια καλή φιλία σκέφτηκα προς στιγμήν να την πω δικαιοσύνη.



Από το βιβλίο: Σπύρος Τσακνιάς, «Τα ποιήματα 1952-1992», Στιγμή,  Αθήνα 2000, σελ. 279.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου