ΓΙΩΡΓΗΣ
ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΕΝ
ΞΑΝΑΚΟΙΤΑΞΑ
Κατεβαίναμε
από το βουνό
ήταν άνοιξη
πόλεμος ακόμη
καθίσαμε αποσταμένοι στην πλαγιά
δίπλα μας τα όπλα μας πάνω στο χορτάρι
κοίτα μου λέει ο Γιάννης.
Βούιζε κάτω το ποτάμι
και την είδα εκεί να πλένει
σήκωσε το φουστάνι της ψηλά
το έδενε γύρω από τη μέση
κι έλαμπαν τα πόδια της μέσα στα νερά.
Τ’ άνθη και τα πουλιά μας λίγωναν
και πάλι μου λέει ο Γιάννης κοίτα.
Σήκω του λέω να φύγουμε
δεν έχουμε καιρό θα μας προφτάσουν.
Και πια δεν ξανακοίταξα.
καθίσαμε αποσταμένοι στην πλαγιά
δίπλα μας τα όπλα μας πάνω στο χορτάρι
κοίτα μου λέει ο Γιάννης.
Βούιζε κάτω το ποτάμι
και την είδα εκεί να πλένει
σήκωσε το φουστάνι της ψηλά
το έδενε γύρω από τη μέση
κι έλαμπαν τα πόδια της μέσα στα νερά.
Τ’ άνθη και τα πουλιά μας λίγωναν
και πάλι μου λέει ο Γιάννης κοίτα.
Σήκω του λέω να φύγουμε
δεν έχουμε καιρό θα μας προφτάσουν.
Και πια δεν ξανακοίταξα.
Από
το βιβλίο: Γιώργης Παυλόπουλος, «Ποιήματα, 1943-1997», Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα
2001, σελ. 172.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου