Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΟΥ ΣΚΙΑ







OCTAVIO PAZ


ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΟΥ ΣΚΙΑ

Ι
Κάτω από τη φωτεινή σου σκιά
σαν τη φλόγα ζω στον αέρα,
στης Αφροδίτης την εντατική μαθητεία.


ΙI
Να μιλήσουμε γι’ αυτήν.
Ανακινεί πηγές την ημέρα,
κατοικεί τα μάρμαρα τη νύχτα.
Του ποδιού της το ίχνος
το ορατό είναι κέντρο της γης,
του κόσμου τα σύνορα,
αλυσοδεμένος και ελεύθερος τόπος περίλεπτος·
μαθήτρια πουλιών και νεφελών
να γυρίζει κάνει τον κόσμο·
η φωνή της, χαραυγή χωμάτινη,
τη διάσωση μάς αγγέλλει των νερών,
την επιστροφή της φωτιάς,
τον γυρισμό του σταχυού,
τις πρώτες λέξεις των δέντρων,
τη λευκή των φτερών μοναρχία.

Δεν την είδα που γεννήθηκε στον κόσμο,
το αίμα της όμως πυρπολείται κάθε νύχτα
με το νυχτερινό αίμα των πραγμάτων,
στον δε παλμό της ξαναρχίζει
των παλιρροιών η μουσική
που σηκώνουν τους αιγιαλούς του πλανήτη,
ένα παρελθόν νερού και σιωπής
και τις πρωταρχικές μορφές της γόνιμης ύλης.

Να μιλήσουμε γι’ αυτήν,
για την ολόδροσή της συνήθεια
νά ’ναι απλή καταιγίδα, κλαράκι παντρύφερο.


ΙΙΙ
Κοίτα του κόσμου τη δύναμη,
της σκόνης τη δύναμη κοίτα, κοίτα το νερό.

Κοίτα τις σιωπηλές φλαμουριές γύρω-γύρω,
άγγιξε το βασίλειο ετούτο που ’ναι σιωπή και οποί,
άγγιξε το δέρμα της που ’ναι ήλιος και βροχή και χρόνος,
κοίτα τα πράσινά της κλαριά στον ουρανό κατάγναντα,
άκου τα φύλλα της πώς τραγουδάνε σαν νεράκι.

Και κοίτα μετά το σύννεφο,
το αραγμένο σε χώρο με χωρίς παλίρροιες,
αφρός ορατός και πανύψηλος
αόρατων ουρανίων ρευμάτων.

Κοίτα του κόσμου τη δύναμη,
την τεταμένη κοίτα μορφή της,
το ασύνειδο, πάμφωτο κάλλος της.

Άγγιξε το δέρμα μου, το από πηλό, από διαμάντια,
άκου τη φωνή μου ήχο σε πηγές υπόγειες,
κοίτα το στόμα μου σε τούτη την άραχλη βροχή,
το μέλος μου σε τούτη την απότομη δόνηση
οπού ο αέρας τούς κήπους πάει και γυμνώνει.

Τη γυμνότητά σου άγγιξε στου νερού τη γυμνότητα,
γυμνώσου από σένανε, και βρέξε, βρέξε μέσα σου,
και κοίτα τα πόδια σου, δες τα σαν δύο ρυάκια,
και κοίτα το σώμα σου, δες το σαν μεγάλο ποτάμι,
και δύο δίδυμα νησιά είναι τα στήθη σου,
το αιδοίο σου τη νύχτα είναι αστέρι,
αυγή, φως ροδαλό ανάμεσα σε κόσμους δύο τυφλούς,
θάλασσα βαθιά που κοιμάσαι σε δύο ανάμεσα θάλασσες.

Του κόσμου κοίτα τη δύναμη:
τον εαυτό σου γνώρισε έχοντας ήδη γνωρίσει εμένα.


IV
Ένα σώμα, ένα σώμα μόνο, μόνο ένα σώμα,
ένα σώμα σαν ημέρα χυμένο
και νύχτα που καταβροχθίστηκε όλη·
κάποιας κόμης το φως
που όμως ποτέ δεν κατευνάζει
της αφής μου τον ίσκιο·
ένα λαρύγγι, μια κοιλιά που ξημερώνει
σαν τη θάλασσα που παίρνει φωτιά
ευθύς μόλις αγγίξει του όρθρου το μέτωπο·
αστράγαλοι, γέφυρες του θέρους·
μηροί νυκτερινοί που παν και βουλιάζουν
στην πράσινη μέσα μουσική της εσπέρας·
ένα στήθος που υψώνεται
και γκρεμίζει, ισοπεδώνει τους αφρούς·
ένας λαιμός, ένας μόνο λαιμός
και κάτι χέρια τόσο μόνα,
λόγια, κάτι λόγια που όλο κατεβαίνουν
σαν άμμος πεσμένη πάνω σε άλλην άμμο...

Γίνε αυτό που με ξεπερνάει, με υπερβαίνει,
νερό και χάρμα σκοτεινό,
θάλασσα γίνε που γεννιέται ή πεθαίνει·
αυτά τα χείλη και τα δόντια,
αυτά τα πεινασμένα μάτια
με γυμνώνουν από τον ίδιο τον εαυτό μου
κι έπειτα με αναρπάζει
η μαινόμενη χάρη τους και με σηκώνει
προς τους γαλήνιους ουρανούς
όπου και πάλλεται η στιγμή:
των ασπασμών η ακρώρεια,
του κόσμου η πλησμονή και των μορφών του.


V
Άσε κι άλλη μια φορά να σε πω,
να σε ονομάσω, γη και χώμα.
Η αφή μου επεκτείνεται
στη δική σου διψασμένη,
μακρύ, δονούμενο ποτάμι
που ποτέ δεν έχει τέλος
και πλέει ανάμεσα από φύλλα δάχτυλα
αργά-αργά κάτω απ’ τον πυκνό πράσινο ύπνο σου.

Γυναίκα δροσερή πλασμένη από υπνοβάτες ποταμούς,
περίπτερό μου από πουλιά και ψάρια,
γήινη εσύ περιστέρα μου,
από γάλα, από γάλα που σκληρύνθηκε,
ψωμί μου, αλάτι μου, θάνατέ μου,
προσκεφάλι αιμάτινο:
σ’ έναν έρωτα τεράστιον, αχανή σε θάβω.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



***************************



BAJO TU CLARA SOMBRA


I

Bajo tu clara sombra
vivo como la llama al aire,
en tenso aprendizaje de lucero


II

Tengo que hablaros de ella.
Suscita fuentes en el día,
puebla de mármoles la noche.
La huella de su pie
es el centro visible de la tierra,
la frontera del mundo,
sitio sutil, encadenado y libre;
discípula de pájaros y nubes
hace girar al cielo;
su voz, alba terrestre,
nos anuncia el rescate de las aguas,
el regreso del fuego,
la vuelta de la espiga,
las primeras palabras de los árboles,
la blanca monarquía de las alas.

No vio nacer al mundo,
mas se enciende su sangre cada noche
con la sangre nocturna de las cosas
y en su latir reanuda
el son de las mareas
que alzan las orillas del planeta,
un pasado de agua y de silencio
y las primeras formas de la materia fértil.

Tengo que hablaros de ella,
de su fresca costumbre
de ser simple tormenta, rama tierna.


III

Mira el poder del mundo,
mira el poder del polvo, mira el agua.

Mira los fresnos en callado círculo,
toca su reino de silencio y savia,
toca su piel de sol y lluvia y tiempo,
mira sus verdes ramas cara al cielo,
oye cantar sus hojas como agua.

Mira después la nube,
anclada en el espacio sin mareas,
alta espuma visible
de celestes corrientes invisibles.

Mira el poder del mundo,
mira su forma tensa,
su hermosura inconsciente, luminosa.

Toca mi piel, de barro, de diamante,
oye mi voz en fuentes subterráneas,
mira mi boca en esa lluvia oscura,
mi sexo en esa brusca sacudida
con que desnuda el aire los jardines.

Toca tu desnudez en la del agua,
desnúdate de ti, llueve en ti misma,
mira tus piernas como dos arroyos,
mira tu cuerpo como un largo río,
son dos islas gemelas tus dos pechos,
en la noche tu sexo es una estrella,
alba, luz rosa entre dos mundos ciegos,
mar profundo que duerme entre dos mares.

Mira el poder del mundo:
reconócete ya, al reconocerme.


IV

Un cuerpo, un cuerpo solo, sólo un cuerpo,
un cuerpo como día derramado
y noche devorada;
la luz de unos cabellos
que no apaciguan nunca
la sombra de mi tacto;
una garganta, un vientre que amanece
como el mar que se enciende
cuando toca la frente de la aurora;
unos tobillos, puentes del verano;
unos muslos nocturnos que se hunden
en la música verde de la tarde;
un pecho que se alza
y arrasa las espumas;
un cuello, sólo un cuello,
unas manos tan sólo,
unas palabras lentas que descienden
como arena caída en otra arena…

Esto que se me escapa,
agua y delicia obscura,
mar naciendo o muriendo;
estos labios y dientes,
estos ojos hambrientos,
me desnudan de mí
y su furiosa gracia me levanta
hasta los quietos cielos
donde vibra el instante:
la cima de los besos,
la plenitud del mundo y de sus formas.


V

Deja que una vez más te nombre, tierra.
Mi tacto se prolonga
en el tuyo sediento,
largo, vibrante río
que no termina nunca,
navegado por hojas digitales,
lentas bajo tu espeso sueño verde.

Tibia mujer de somnolientos ríos,
mi pabellón de pájaros y peces,
mi paloma de tierra,
de leche endurecida,
mi pan, mi sal, mi muerte,
mi almohada de sangre:
en un amor más vasto te sepulto.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου