OCTAVIO PAZ
ΜΕΣΗΜΒΡΙΑ
Μιά λάμψη ακίνητη με πλημμυρίζει, με τυφλώνει
ένα θαμπό κενό σαν κύκλος και το πασπατεύω,
καθώς το φως αρνιέται το ίδιο του το φως, σαν χιόνι.
Τα μάτια κλείνω τώρα, και στο σκότος μου πιστεύω
στη δόξα που μ’ εξαπατά, μες στη στιγμή που μένω,
και στην αιωνιότητά του σύμμαχο γυρεύω
την αδηφάγα. Μέσα μου (άνθος και καρπός) δεμένο
το φως δονείται, εγκάθειρκτο, χαλάσματα αναμμένα,
σαν κάρβουνο ολοζώντανο, σαν πένθος κορωμένο.
Τα σωθικά ριγούν: διαμάντια τρεμηρά. Κι εμένα
εντός μου λυώνει η απανθρακωμένη μέρα· υφαίνει
τις λοίσθιες καρβουνιές, κοράλλια επιθανάτια, ξένα.
Στα βλέφαρά μου ακόμα πάλλεται μιά τρυπημένη
του κόσμου λάμψη, μιά αίγλη: σέλας μ’ όλα του τ’ αγκάθια
που με τυφλώνει σαν παράδεισος, μιά Εδέμ κλεισμένη.
Του κόσμου ίσκιοι, ερειπιώνες ζέοντες, με απάθεια
κοιμούνται, κάτω από το δέρμα μου, και τον σφυγμό του
κουφό ν’ ακούσω κάνουν στα έρημα ορυχεία προσπάθεια.
Αργή κι επίμονη προβαίνει η μέρα, κι έως ότου
θα υπάρχουν ίσκιοι ριγηλοί, καυτοί, κι αυτή μαζί μου
θε νά ’ναι μαύρη θάλασσα, άηχη, ενός κόσμου αλλοκότου.
Τυφλή γυρίζει, την ακούω· και στην όρασή μου
μορφές που πια δεν βλέπω δείχνει, και να τις διαβάζει
τη βάζει εδώ η αφή μου, η διαλυμένη στη ροή μου.
Το σώμα μέσα στο αίμα μας μάς πνίγει, μας βουλιάζει,
και δεν υπάρχει πλέον σώμα· υπάρχει μόνο τήξη,
κυματισμός, παλμός που απλώνεται και παρακμάζει.
Το μεσονύχτι του κορμιού σαν ουρανός θ’ ανοίξει
στο δάσος των ρυθμών μιά πύκνωση ηχηρή να ορίζει
και του υπεδάφους μεσημβρίες νυκτερινές να ορύξει.
Η πτώση αυτή είναι μαύρων σωθικών το μετερίζι·
είν’ το φως το ίδιο που κλωθογυρίζει η μεσημβρία
και που όρθιο αναστυλώνει ό,τι σμιλεμένο αγγίζει.
Μετάφραση: Γιώργος
Κεντρωτής.
εξαιρετικό!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξοχο!
ΑπάντησηΔιαγραφή