PABLO NERUDA
ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΟΥ ΒΟΤΑΝΟΛΟΓΟΥ
Στοῦ ρόδου τὸ καράβι ἀφήνω
τοῦ βοτανολόγου τὴν ἀπόφαση:
τὸ ἐκτιμάει γιὰ τὴν ἀρετή του
ἢ γιὰ τὴν πληγὴ τοῦ ἀρώματος;
ἄθικτο ὅπως ὁ ἴδιος τὸ θέλει
ἢ ἄκαμπτο μήπως, σὰν πεθαμένο;
Τὸ καραβάκι δὲν πρόκειται νὰ πεῖ
τί εἴδους προτιμάει θάνατο:
ὀρθόπλωρο νά βρίσκεται
στὴ φλόγα του ἐμπρὸς τὴ νικήτρα
καὶ ν᾽ ἀνάβει μὲ ὅλα τὰ πανιὰ
τοῦ φλογεροῦ του κάλλους
ἢ νὰ ξεραίνεται μὲς σ᾽ ἕνα σύστημα
κατ᾽ ἐξοχὴν ἰατρικῆς φροντίδας;
Βοτανολόγος εἶμαι, κύριοί μου, κι ἐμένα
ἐντάσεις τέτοιες μὲ ταράζουν,
ἀφοῦ καλὰ-καλὰ κι ἐγὼ δὲν καταφέρνω
ν᾽ ἀποφασίσω ποιό εἴδωλο λατρεύω·
τοῦ ροδώνα καῖνε οἱ φορεσιὲς τὸν ἔρωτα
ἐπάνω στὴ μπαντιέρα του
καὶ ὁ χρόνος μαστιγώνει τὸν σκελετό
καὶ τοῦ γκρεμίζει τὸ κόκκινο ἄρωμά του
καὶ ὅλη του τὴ μυρωμένη σπάργωση·
ὕστερα ἀρκεῖ ἕνα μονάχα τίναγμα
κι ἕνα μεγάλο κατσαρόλι μὲ βροχόνερο
καὶ τίποτα ἀπ᾽ τὸ ἄνθος πιὰ δὲν μένει.
Γι᾽ αὐτὸ παλεύω καὶ πασχίζω
τὸν παράφορο νὰ διατηρήσω ἔρωτα
ἴσαμε καὶ τὴ στερνή-στερνή του στάχτη.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου