STÉPHANE MALLARMÉ
Ο ΒΑΡΙΑ ΤΙΜΩΡΗΜΕΝΟΣ ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ
Μὲ μάτια λίμνες, ἀπ᾽ τὸ ἁπλὸ νὰ ξαναγεννηθῶ μεθύσι,
ἀλλ᾽ ὄχι ἠθοποιός, κι ἂς εἶχα τὶς κινήσεις νὰ θυμίζω
σὰν πούπουλο τὴν πρόστυχη καπνιὰ τοῦ λύχνου ἢ νὰ φροντίζω
τὸν πάνινο τὸν τοῖχο πῶς παράθυρο θὰ τὸν τρυπήσει.
Πόδια καὶ χέρια διάφανα κολυμβητῆ προδότη κρίση
νὰ στήνουν ὅτι μὲ ἅλματα συνέχεια τὸν κακὸ ξορκίζω
Ἀμλέτο! ὡσὰν στὸ κύμα μέσα ν᾽ ἄλλαζα, γιὰ νὰ σκαλίζω,
νὰ σκάβω χίλιους τάφους, μέσα ἐκεῖ ἄμωμη μετὰ νὰ σβήσει
ἡ ζωή μου. Κύμβαλο χρυσὸ ἱλαρὸ γροθιὲς ἁψιὲς ὑψώνει,
ἐξάπτεται, καὶ ξαφνικὰ τὴ γύμνια ὁ ἥλιος ἀνταμώνει
ἁγνὴ ἀπ᾽ τὴ μαργαριταρένια λάμψη μου, ἐξαὑλωμένη·
ταγγὴ νυχτιὰ τοῦ δέρματος πατοῦσες πάνω μου —τί εἰκόνα!—
χωρὶς νὰ ξέρεις πὼς ἀχάριστη ἡ ἐγκαινίασή μου μένει:
ψιμύθιο βαπτισμένο στ᾽ ἄπιστα νερὰ τοῦ παγετώνα.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου