MAX JACOB
ΑΝΕΚΔΟΤΟ
Κάποιος μαραγκὸς ἔπλεξε τὸ ἐγκώμιο κάποιου ὀφειλέτη του. Αὐτός, μόλις τὸ πληροφορήθηκε, ἐταράχθη σφόδρα καὶ ἔσπευσε νὰ συναντήσει τοὺς φίλους του.
«Μὰ τί θέλετε, ἐπὶ τέλους; ἀφοῦ ὁ πιστωτής σας σᾶς λατρεύει».
«Αὐτὸ καταλαβαίνετε ἐσεῖς; τὸ ὅτι ἀρχίζει νὰ μοῦ κάνει παινέματα εἶναι σημάδι τῆς σιγουριᾶς του ὅτι θὰ πάρει τὰ λεφτά του πίσω· καὶ τὸ ὅτι εἶναι σίγουρος πὼς θὰ μὲ ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ χρέος μου εἶναι σημάδι ὅτι θὰ μοῦ στείλει τὸ δικαστικὸ κλητήρα. Ὁπότε κι ἐγὼ τρέχω στοὺς φίλους μου νὰ μοῦ βροῦν πιστωτὴ ποὺ θά ᾽ναι λιγότερο σκληρὸς καὶ θὰ πληρώσει τὸν ἄλλον».
Διηγούμενος αὐτὸ τὸ ἀνέκδοτο σ᾽ ἕναν καλλιτέχνη, περιγράφοντάς του τὴν οἰκογένεια τοῦ μαραγκοῦ —τὴ γυναίκα του νά ᾽χει τὸ στῆθος της ἀνοιχτό, τὰ χέρια της νὰ νανουρίζουν τὸ παιδί τους, τὰ γένια τοῦ νεαροῦ ἄντρα—, μοῦ εἶπε ὁ καλλιτέχνης:
«Ἐφόσον, ἀγαπητέ μου, βάζετε γένια στὸ μαραγκό, μὴν τοῦ βάζετε, σᾶς παρακαλῶ, καὶ παιδί ἀπὸ δίπλα. Ἂν ὁ πατέρας εἶναι ξυρισμένος, ὁ πίνακας εἶναι λιγότερο χαζὸς κι ἔτσι τὸ ἀνέκδοτο εἶναι ὡραῖο».
Καί, καθὼς ἐγὼ δὲν ἔπιανα τὸ νόημα, ὁ καλλιτέχνης σήκωσε τοὺς ὤμους του. Τοὺς ὤμους μου τοὺς ἐσήκωσα κι ἐγώ, ἀλλὰ τοὺς λόγους ποὺ τὸ ἔκανα δὲν θὰ τοὺς πῶ.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου