ΑΛΕΞΙΑ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΕΝΤΒΑΡΤ
ΜΟΥΝΚ
Η
Inger στην Παραλία... τίποτα
(θαρρώ)
δεν περιμένει.
Με
σκέψη σου, Έντβαρτ, απ' τις μνήμες ματωμένη
τα
χέρια λεκιασμένα απ' τις μπογιές
φρικτός
στους Γαλαξίες του Εγκεφάλου
ν'
αντηχάει ο Λυγμός της Φύσης
(λωρίδες
χρώματος τριγύρω κροταλίζουν σαν μαστίγια)
λαίμαργα
πίνεις τ' αλκοόλ απ' το μπουκάλι
την
Κόλαση (που σού 'ταζε ο πατέρας σου)
ν'
αυτοπυρποληθεί βρίζοντας στέλνεις
μ'
ένα κερί τρεμώδες (σε τρεμώδες χέρι)
αγγέλων
που σου παραστέκουν μαύρων τα φτερά
(αρρώστιας
των αγγέλων τα φτερά παράνοιας)
άγρια
γελώντας καψαλίζεις... κι επιτέλους!
Λίγ'
ησυχία κάποια μοναξιά
φεγγοβολούν
στις μελανές για λίγο του μυαλού κυψέλες·
ακόμη
και Η Κραυγή (προσωρινά) σαν να σωπαίνει...
Η
Inger στην Παραλία... κάτι όμορφο
νομίζω
θα προσμένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου