Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΕΣΠΕΡΑΣ







OCTAVIO PAZ


ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΕΣΠΕΡΑΣ 

        Στον Χουάν Χοσέ Αρρεόλα

Τείχη ψηλά του νερού, πύργοι πανύψηλοι,
νερά αιφνιδίως μαύρα κόντρα στο τίποτα,
νερά αδιαπέραστα, πράσινα και φαιόγκριζα,
νερά αιφνιδίως λευκά, νερά κυρίως εκθαμβωτικά.

Νερά σαν τις απαρχές των υδάτων,
σαν την πρωταρχή την ίδια την προ του ύδατος,
τα νερά που κολυμπάνε μέσα στο νερό
κι εξολοθρεύουν ό,τι επινοείται από το ύδωρ.

Ο αντίλαλος τίγρης των νερών, ηχηρός,
τα αντίλαλα εκατό τίγρεων νύχια, ηχηρά,
τα εκατό χέρια του νερού, οι εκατό τίγρεις
με τό ’να τους και μόνο χέρι κόντρα στο τίποτα.

Γυμνή θάλασσα, θάλασσα που διψάει για θάλασσες,
βαθιά από τ’ άστρα και από τους αφρούς ψηλή,
λευκός φυγάδας μέσ’ από τη φυλακή του πόντου
που πάει και σκάει πάνω σε σύνορα αστρικά,

τί μνήμες, τί βράχους, πάγους και νησιά,
τί άμορφη σύγχυση των νερών και του τίποτα,
τί θάλασσες, τί πυρπολημένοι εγκάθειρκτοι,
μέσα σου, κάτω απ’ το στήθος σου, συνεχώς τραγουδάνε;

Τί βία μυστική, απόκρυφη, τί χείλη
κινούνται πάνω στο δέρμα σου μαζί με πράσινες φλόγες;
Τί ερημωμένα νερά, τί μοναχοί αιγιαλοί,
τί αθέατες θάλασσες, θάλασσα; Ή και αλλιώς:

από πού αρχίζεις, θάλασσα, και ίσαμε πού πηγαίνεις;
από πού ξεκινάς χρόνε, ζωή μου,
στρατέ από καπνούς και από ψέματα,
πού πας, σφυγμέ και σάρκα και όνειρο; – πού;

Πού φτάνεις, δίψα για το τίποτα, πού;
Δεν είμαι η πέτρα που γκρεμίζεται,
είμαι η πτώση της και, επί πλέον, είμαι η άβυσσος,
ο κύκλος του ίσκιου που μέσα του βουλιάζει.

Χρόνος που ψύχεται, θάλασσα και τύμπανο,
της σελήνης βρικόλακας – ή μήπως στο κενό σφεντονίζεται;
Μάνα μανιακή, τεράστιο ζώο σχισμένο,
θάλασσα που ζωντανά τρως, ναι, τα σπλάχνα σου.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


********************************


MAR POR LA TARDE


     A Juan José Arreola

Altos muros del agua, torres altas,
aguas de pronto negras contra nada,
impenetrables, verdes, grises aguas,
aguas de pronto blancas, deslumbradas.

Aguas como el principio de las aguas,
como el principio mismo antes del agua,
las aguas inundadas por el agua,
aniquilando lo que finge el agua.

El resonante tigre de las aguas,
las uñas resonantes de cien tigres,
las cien manos del agua, los cien tigres
con una sola mano contra nada.

Desnudo mar, sediento mar de mares,
hondo de estrellas si de espumas alto,
prófugo blanco de prisión marina
que en estelares límites revienta,

¿qué memorias, qué rocas, yelos, islas,
informe confusión de aguas y nada,
qué mares, encendidos prisioneros,
dentro de ti, bajo tu pecho, cantan?

¿Qué violencias recónditas, qué labios,
conmueven a tu piel de verdes llamas?,
¿qué desoladas aguas, costas solas,
qué mares invisibles, mar, alías?,

¿dónde principias, mar, dónde te viertes?,
¿dónde principias, tiempo, vida mía,
ejército de humo y de mentira,
adónde vas, latido, carne, sueño?

¿Dónde te viertes, avidez de nada?
No soy la piedra que se precipita,
soy su caída, y más, soy el abismo,
el círculo de sombra en que se ahonda.

Tiempo que se congela, mar y témpano,
vampiro de la luna —o se despeña:
madre furiosa, inmensa res hendida,
mar que te comes vivas las entrañas.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου