Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ




OCTAVIO PAZ 


ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Γαλήνιο
εν τω μέσω της νυκτός
όχι των αιώνων έρμαιο
όχι ξαπλωμένο
καρφωμένο
σαν έμμονη ιδέα
στο κέντρο της πυράκτωσης
το Δελχί
Συλλαβές δύο πανύψηλες
από άμμους κυκλωμένες και αγρυπνία
Κι εγώ με φωνή χαμηλή τις προφέρω

Τίποτα δεν κινείται
κι εν τούτοις
κάτι αβγατίζει
Είναι το καλοκαίρι
παλίρροια που ολονέν φουσκώνει
Του χθαμαλού ουρανού ακούω τη δόνηση
πάνω από τις πεδιάδες που ’χουνε πέσει σε λήθαργο
Τεράστιες μάζες αισχροί σωροί
σύννεφα πλήρη εντόμων
κάνουνε λυώμα
ντάνες και ντάνες αναποφάσιστων νάνων
(Αύριο θά ’χουν όνομα
ψηλά θα γίνουνε σπίτια
αύριο θα είναι δέντρα)

Τίποτα δεν κινείται
η ώρα είναι μεγαλύτερη
κι εγώ πιο μόνος
καρφωμένος
στου στροβίλου το κέντρο
Απλώνω το χέρι μου
κι ο αέρας γίνεται σώμα σαν σπόγγος
όν σύμμεικτο απρόσωπο
με τους αγκώνες του σκυμμένο στο μπαλκόνι
Βλέπω

(Μη σκύβεις,
όταν είσαι μόνος, στα κάγκελα,
λέει ο κινέζος ποιητής)

Δεν είναι το ύψος ούτε η νύχτα και το φεγγάρι της
δεν είναι των ονείρων το άπειρο εν όψει
είναι η μνήμη και όλοι της οι ίλιγγοι
Ό,τι βλέπω
ό,τι γυρίζει
είναι οι παγίδες οι φάκες
πιο πίσω δεν υπάρχει απολύτως τίποτα
είναι οι ημερομηνίες και η ανεμοζάλη τους
(Οστέινος θρόνος
θρόνος της μεσημβρίας
εκείνο το νησί
Στον λιονταρίσιο του γκρεμό
για μια στιγμή μονάχα είδα την αληθινή ζωή
Είχε την όψη του θανάτου
και πρόσωπο είταν το ίδιο
διαλυμένο
στης ίδιας θάλασσας επάνω τον σπιθάτο αφρό)
Ό,τι έζησες εσύ έρχεται τώρα και σε ξεζεί εκείνο
δεν είσαι εκεί
εδώ
είμαι εδώ
στις απαρχές μου
Δεν αρνούμαι τον εαυτό μου
τον στηρίζω
Σκυμμένος στο μπαλκόνι
βλέπω
τεράστια σύννεφα και μια φέτα της σελήνης
αυτήν που φαίνεται από ’δώ
σπίτια κόσμο
το πραγματικό παρόν
νικημένο από την ώρα
αυτό που είναι εδώ
αόρατο
τον ορίζοντά μου
Αν είναι αρχή τούτη η αρχή
δεν αρχίζει μ’ εμένα
εγώ αρχίζω με αυτήν
σε αυτήν διαιωνίζομαι
Σκυμμένος στο μπαλκόνι
βλέπω
ετούτα τα πέρατα τα τόσο μα τόσο διπλανά μου
Δεν ξέρω πώς να τα ονομάσω να τα πω
αν και σωστά τα συλλαμβάνω μες στον νού μου
Η νύχτα που πάει για φούντο
η πόλη σα βουνό πεσμένο
άσπρα φώτα γαλάζια κίτρινα
αιφνίδιοι φάροι φανοί τοίχοι του ονείδους
και τα τρομερά τα τσούρμα
οι στοίβες ανθρώπων και κτηνών στο χώμα
και η σύγχυση των μπερδεμένων τους ονείρων
Παλαιό Δελχί βρομερό Δελχί
σοκάκια και πλατεΐτσες και τεμένη
σαν κορμί μαχαιρωμένο
σαν θαμμένος κήπος
Εδώ και αιώνες βρέχει μόνο σκόνη
το πανωφόρι σου είναι ο κουρνιαχτός
το προσκέφαλό σου ένα τσακισμένο τούβλο
Σ’ ένα συκόφυλλο
τρως τ’ αποφάγια των θεών σου
οι ναοί σου είναι μπουρδέλα ανιάτων
σ’ έχουνε σκεπάσει μυρμήγκια
μαντρί έρημο
μαυσωλείο συλημένο
είσαι πόλη γυμνή
σαν λείψανο βεβηλωμένο
σου πήραν τα στολίδια και το σάβανο
Είσουν σκεπασμένη με ποιήματα
όλο το κορμί σου είτανε γραφή
θυμήσου
διάσωσε τη λέξη
είσαι όμορφη
ξέρεις να μιλάς να τραγουδάς να χορεύεις

Δελχί
δύο πύργοι
φυτεμένοι βαθιά στην πεδιάδα
συλλαβές δύο πανύψηλες
Με φωνή χαμηλή τις προφέρω
σκυμμένος στο μπαλκόνι
καρφωμένος
όχι στο χώμα
στον ίλιγγό σου
στο κέντρο της πυράκτωσης
Είμουν εκεί
δεν ξέρω πού
Είμαι εδώ
δεν ξέρω πού είναι εκεί όπου είμαι
Όχι η γη
ο χρόνος
με κρατάει στ’ άδεια του χέρια
Νύχτα και σελήνη
ταξίδια των σύννεφων
ρίγος των δέντρων
απορία του διαστήματος
άπειρο και βία στον αέρα
εξοργισμένη σκόνη που ξυπνά αφυπνίζεται
ανάβουν φώτα στο αεροδρόμιο
φωνές τραγουδούν απ’ το Κόκκινο Κάστρο
Μάκρη
βήματα ξένου ήχου που σβήστηκε
πάνω σε τούτη την εύθραυστη γέφυρα από λέξεις
Η ώρα με σηκώνει
ο χρόνος διακατέχεται από δίψα σαρκώσεως
Κάπου πιο πέρα από εμένα
προσδοκώ εγώ την έλευσή μου



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

2 σχόλια: