Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

ΝΕΖΒΑΛ!






VÍTĚZSLAV NEZVAL (1900-1958)


ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ

Πόσο με γοητεύουν τα ιδιαίτερα πλάσματα που δεν έχουνε όνομα
Η ιστορία τους είναι σαν το Γιβραλτάρ τόσο απλή
Είναι εξώγαμα της πραγματικότητας και του ανέμου που αλήτευε κάτω εκεί στην Αφρική
Λέγοντας συνέχεια και συνέχεια τα πατερημά του

Μια νύχτα αποπνιχτική τέλη Ιουνίου του 1935
Βρέθηκα έξω από τους Κήπους να περπατώ του Λουξεμβούργου
Είχανε απ’ ώρα ήδη σημάνει οι δώδεκα
Και οι δρόμοι είσαν εντελώς αδειανοί
Σαν τις εμπορικές αμαξοστοιχίες και έρημοι σαν την Τετάρτη των Τεφρών
Δεν σκεφτόμουν τίποτα
Και ούτε επιθυμούσα τίποτα
Δεν επιθυμούσα δε τίποτα και δεν με βίαζε απολύτως τίποτα και από πουθενά και τίποτα μα τίποτα δεν με ανησυχούσε καθόλου
Περπάταγα κανονικά σαν άνθρωπος που δεν διαθέτει μνήμη
Σαν άνθρωπος-κουτί
Περπάταγα σαν κι εκείνους τους γέρους που δεν έχουνε πια καμμία ανάγκη να πάνε για ύπνο

Δεν ξέρω τί έγινε εντελώς ξαφνικά και απροσδόκητα και μου το εθύμισε ο αναστεναγμός μου
Αλλά των Κήπων του Λουξεμβούργου τα δέντρα είχανε παντού γεμίσει άσπρες ταινίες
Κι εκοίταζα εκείνες τις χάρτινες μάζες
Μέσα απ’ το σιδερένιο κιγκλίδωμα
Ίσως μάλιστα μπορεί και να σιγανοτραγουδούσα

Κι αυτό είν’ όλο κι όλο
Των Παρισίων η πόλις πουλημένη σα σκλάβα
Εστριφογύριζε εδώ κι εκεί σαν νά ’ταν λεία και θήραμα της τρέλας

Ω Παρίσι με τις γέφυρές σου και με ό,τι τέλος πάντων σε δένει με τούτες
Πράγα Παρίσι Λένινγκραντ και όλες οι άλλες εσείς πόλεις ω που έχω περπατήσει
Τούτο βλέπω εδώ το κοπάδι των δεσμίων γυναικών
Που και πνιγμένο ακόμα διαλάμπει στον ανοιχτό επάνω ουρανό
Σαν τα βραχιόλια τους όπου περνοδιαβαίνει αργά-αργά το πλήθος
Ω πόλη των γεφυρών
Εγώ βλέπω μία πόλη μία και μοναδική
Να τη διασχίζει ο Σηκουάνας ο Νέβας και ο Μολδάβας
Κι εκεί νά ’ναι απλώς ένα ρυάκι όπου πάνε και πλένουνε οι ντόπιες τη μπουγάδα τους
Το ρυάκι ακριβώς εκείνο δίπλα στο οποίο διαβιώ και ζω εγώ

Παράθυρα
Από ’να τους μπαίνει στην κάμαρά μου μέσα εμένα τη δική μου το άγαλμα της Πλατείας του Πανθέου
Το δεύτερο βλέπει κατ’ ευθείαν στη Γέφυρα Καρόλου
Από μπροστά απ’ το τρίτο περνάει η Λεωφόρος Νιέφσκη
Αλλά εκεί υπάρχουν και άλλα παράθυρα

Πόσο μ’ αρέσουνε τα χωνάκια στα καταστήματα εδωδίμων και αποικιακών δε λέγεται
Το μυστικό που κρύβουν μού είναι ακόμη άγνωστο
Μου θυμίζουνε πάντως μι’ άδεια κάμαρα
Και στοίβες με πουκάμισα
Ένα πηγάδι που φυλάει το κοινό μνήμα γυναικών δίχως όνομα
Γνωρίζω το δάσος όπου κάτω από της πλατομαντηλίδας το φύλλο συντηρείται το στήθος κάποιας παιδίσκης
Ένας σταυρός από κασσίτερο με κάτασπρους τους βραχίονές του
Και ένα ντιβάνι με στρώμα που ζέχνει ιωδοφόρμιο

Και ποιά να είσαι αλήθεια εσύ που πάντα βλέπω ότι έχεις της ραπτομηχανής όλα τα γνωρίσματα;
Το βράδυ για το οποίο κάνω εδώ τώρα εγώ λόγο η Λεωφόρος Μονπαρνάς είταν ολόφτυστη εσύ
Καθόμουν λίγη ώρα πιο μπροστά στο Café du Dôme
Παρατηρούσα τον διάκοσμο κάποιου μεγάρου στο ύψος πές τού πέμπτου ορόφου
Και μου φαινότανε ότι χιόνιζε
Με το μυαλό μου συμμετείχα στην τελευταία νύχτα του αγίου Σιλβέστρου κατά το ημερολόγιο του δέκατου ένατου αιώνα
Κάτω από ένα δέντρο κατάφορτο τραγούδια είτανε σταματημένο ένα μόνιππο
Ανώφελα εγύρεψα να βρω τα ίχνη του σπιτιού όπου υπήρχε η ραπτομηχανή να πάρω απ’ τα μασούρια της ένα κομμάτι νήμα
Κι έπειτα συνέχισα κατευθυνόμενος προς τους Κήπους που λέγαμε πριν του Λουξεμβούργου

Τί ωραία των κηπουρών εκεί η συνήθεια να φυλάνε τους καρπούς πάνω στα δέντρα τυλίγοντάς τους με κάτι μικρά σακουλάκια
Έτσι όπως ακριβώς κι εσείς σκεπάζετε με τα πουκάμισά σας τα γυμνά σας στήθη
Τα όμορφα σαν σκάφη γυρισμένη του πλυσίματος ανάσκελα σ’ ένα σπίτι μέσα που ’χει πένθος
Τα όμορφα σαν βελόνα στον κορμό μιάς σημύδας όπου έχουνε χαράξει κάποια ημερομηνία
Τα όμορφα σαν τον κάλυκας μιάς παπαρούνας μαδημένης από κάποια τυχαία καμπάνα
Τα όμορφα σαν παπούτσι που σε μιά πλημμύρα παραπλέει ένα παράθυρο με μία λάμπα πετρελαίου
Τα όμορφα σαν σωρός ξύλα με μιά πεταλούδα πάνω-πάνω
Τα όμορφα σαν μήλο στο φούρνο του χιονιού
Τα όμορφα σαν την άκρη του κρεβατιού που χτυπήθηκε από ’να αστροπελέκι σφαιροειδές
Τα όμορφα σαν κουρελάκι βουλιαγμένο μες στις φλόγες
Τα όμορφα σαν κουλουράκι τα μεσάνυχτα στο πεζοδρόμιο
Τα όμορφα σαν μπουμπούκι στον τοίχο ενός μοναστηριού
Τα όμορφα σαν θησαυρός μέσα σε ανθογυάλι
Τα όμορφα σαν τραπεζάκι τρίποδο που γράφει κάτι σε μιά πύλη
Τα όμορφα σαν μικρή κορώνα στο πολύγωνο ενός στόχου
Τα όμορφα σαν τα ψαλίδια που κόβουν το φιτίλι της λαμπάδας
Τα όμορφα σαν δάκρυ στα μάτια
Τα όμορφα σαν τριχοειδές ελατήριο ωρολογίου στο αφτί ενός αλόγου
Τα όμορφα σαν διαμάντι στο όπλο ενός κοντοτιέρου
Τα όμορφα σαν το σημάδι των δοντιών στη σάρκα ενός μήλου
Τα όμορφα σαν τα δέντρα στους Κήπους εκεί του Λουξεμβούργου    τυλιγμένα με κάτι γάζες λινές κολλαρισμένες



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


***************************************


KOŠILE

V jedné z parných nocí na sklonku června 1935
Šel jsem kolem Luxemburské zahrady
Odbíjela dvanáctá hodina
A ulice byly prázdné
Jak vozy špeditérů a pusté jak Popeleční středa
Na nic jsem nemyslil
A nic jsem si nepřál
Nic jsem si nepřál nikam jsem nespěchal
a nic mě netížilo
Šel jsem jak člověk bez paměti
Člověk krabice
Šel jsem jak starci kteří už nepotřebují spánek

Nevím co mé to náhle upoutalo vzpomínám si
na svůj vlastní povzdech
Stromy v Luxemburské zahradě byly plny
bílých obvazů
Hleděl jsem na ty papírové náplasti
Přes železný plot
A možná že jsem si také zpíval
To je všecko
A Paříž prodaná do otroctví
Svíjela se jako šílená

Ó Paříži tvé mosty jimiž tě spoutali
Praha Paříž Leningrad a všecka ostatní města
jimiž jsem prošel
Vidím to stádo spoutaných žen
Utonulé září ještě pod širým nebem
Jak jejich braslety po kterých kráčí dav
Ó bráno mostů
Vidím jediné město
Jímž protéká Seina Něva a Vltava
Je tu také potůček v němž perou venkovanky prádlo
Potůček u kterého bydlím

Okna
Jedním mi vstupuje do pokoje socha z náměstí Pantheonu
Druhé hledí na Karlův most
Třetím se dívám na Něvský prospekt
Ale jsou ještě jiná okna

Jak jsem miloval kupecké kornouty
Jejichž tajemství dosud neznám
Připomínají mně prázdnou komoru
A hromady košil
Šachtu kde je společný hrob bezejmenných žen
Znám les kde pod širokým listem lopuchy
se skrývá dívčí ňadro
A plechový kříž s jejíma bílýma rukama
Pohovku ve které je jodoformem páchnoucí cupanina

Kdo jsi ty kterou vidím vždycky jako šicí stroj
Toho večera o němž mluvím podobal se ti
montparnasský bulvár
Seděl jsem před Café du Dôme
Díval jsem se na ornamenty jednoho domu
ve výši pátého poschodí
Zdálo se mi že sněží
Byl jsem v duchu účastníkem poslední
silvestrovské noci devatenáctého století
Pod stromem plným písní stál landaur
Marně jsem se snažil nalézt dům ve kterém je
šicí stroj z jehož člunku bych si byl přál niť
Pak jsem se dal na cestu směrem
k Luxemburské zahradě

Jak je krásný zvyk zahradníků chránit ovoce
na stromech v malých sáčcích
Jako vy přikrýváte nahá ňadra košilí
Krásná jak džber vody převržený
v smutečním domě
Krásná jak jehla v březové kůře na níž je vyryt
letopočet
Krásná jak makovice jíž se dotkl zvon
Krásná jak střevíc plující za povodně podél okna
s petrolejovou lampou
Krásná jak hranice dříví na niž usedl motýl
Krásná jak pečené jablko ve sněhu
Krásná jak pelest zasažená kulovým bleskem
Krásná jak mokrý hadr v plameni
Krásná jak pecen chleba o půlnoci na chodníku
Krásná jak knoflík na zdi kláštera
Krásná jak poklad v květináči
Krásná jak spiritistický stoleček jenž píše na vrata
Krásná jak věnec v střelnici
Krásná jak nůžky stříhající knot svíce
Krásná jak slza v oku
Krásná jak vlásečnice hodinek v uchu koně
Krásná jak diamant v pušce kondotiera
Krásná jak chrup vtisknutý do jablka
Krásná jak stromy v Luxemburské zahradě
    ovázané škrobeným plátnem




Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Ramona Amodeo, κι εμείς μεταφράσαμε το ποίημα στα ελληνικά.

2 σχόλια:

  1. Πολύ όμορφο! Να έχετε μια δημιουργική χρονιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @ Lapsus digiti: Καλή χρονιά. Θα "κρεμάσω" και άλλους Νάζβαλ φέτος - υπάρχει απόθεμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή