PABLO NERUDA
[Η ΣΙΓΑΛΙΑ ΕΙΤΑΝ ΠΡΑΣΙΝΗ…]
Η σιγαλιά είταν πράσινη, το φως μουλιάσει είχε·
κι ο Ιούνιος, μήνας μέγας, έτρεμε σαν πεταλούδα·
κι εσύ, Ματθίλδη, στο βασίλειο έφτασες του Νότου
νερά και πέτρες σπώντας, κόβοντας το μεσημέρι
στα δύο. Κατάφορτη ήρθες με άνθη σιδηρούχα ώς πάνω,
με φύκια που βασάνισε και ξέχασε ο αγέρας·
πλην άσπρα ακόμα, φαγωμένα απ’ το παμφάγο αλάτι,
τα χέρια σου σηκώνανε τα στάχυα απ’ τις αμμούδες.
Τις άμειχτές σου χάρες αγαπώ, το λίθινό σου
λείο δέρμα και τα νύχια που προσφέρεις στων δαχτύλων
τον ήλιο, και το στόμα σου που πλέχει μέσα στη χαρά·
για ’κείνο το σπίτι, όμως, που ’χω χτίσει πλάι στην άβυσσο
το σύστημα να μου χαρίσεις της σιωπής που με πονά,
την τέντα τη θαλασσινή που ξέχασες στις θίνες.
Η σιγαλιά είταν πράσινη, το φως μουλιάσει είχε·
κι ο Ιούνιος, μήνας μέγας, έτρεμε σαν πεταλούδα·
κι εσύ, Ματθίλδη, στο βασίλειο έφτασες του Νότου
νερά και πέτρες σπώντας, κόβοντας το μεσημέρι
στα δύο. Κατάφορτη ήρθες με άνθη σιδηρούχα ώς πάνω,
με φύκια που βασάνισε και ξέχασε ο αγέρας·
πλην άσπρα ακόμα, φαγωμένα απ’ το παμφάγο αλάτι,
τα χέρια σου σηκώνανε τα στάχυα απ’ τις αμμούδες.
Τις άμειχτές σου χάρες αγαπώ, το λίθινό σου
λείο δέρμα και τα νύχια που προσφέρεις στων δαχτύλων
τον ήλιο, και το στόμα σου που πλέχει μέσα στη χαρά·
για ’κείνο το σπίτι, όμως, που ’χω χτίσει πλάι στην άβυσσο
το σύστημα να μου χαρίσεις της σιωπής που με πονά,
την τέντα τη θαλασσινή που ξέχασες στις θίνες.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου