ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΣΟΝΑΤΙΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΕ
Φύτεψε ο Θεός έναν κηπάκο
Με κάνα δυο ροδακινιές, μια λεμονίτσα
Και μια κληματαριά για τον ίσκιο.
Εκεί λογάριαζε να περνάει
Τα απογεύματα των γηρατειών του.
Πήρε λοιπόν μια τσάπα κι άρχισε
Να σκάβει ένα βαθύ μεγάλο λάκκο.
(Ψυχή μου, δες το νερό που τρέχει,
Δες τα τρομαγμένα πουλιά,
Δες τα κλαριά που κλαίνε, κλαίνε...)
Μια σαύρα τότε ξετρυπώνει αλαφιασμένη.
Από τη χλόη βιαστικά περνάει στο χώμα.
Πού πας, κυνηγημένη ψυχή;
Ύστερα, τα ημερωμένα αγρίμια
Συνάχτηκαν με θλίψη γύρω γύρω,
Κάτι ύαινες, γριές μοιρολογίστρες,
Κάνα δυο λέοντες σοφοί,.
«Ω, λυπήσου τον», έλεγαν, «λυπήσου τον.
Πέρασε πέλαγος με μια βαρκούλα,
Ποτέ δεν έμαθε το γιατί».
Η νύχτα, ερχόμενη, μονολογούσε.
Στο σπίτι του ένας νεαρός, βοηθός γραφείου,
Σκεφτόταν με το πρόσωπο στο τζάμι
Πως έχει από ώρα η λεωφόρος ησυχάσει
Και μάταια αναβοσβήνουν τα φανάρια
Τίποτε δεν περιμένουν πιά.
Από το βιβλίο: Δήμητρα Χ., Χριστοδούλου, «Η προσευχή του
αναιδούς», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1991, σελ. 43.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου