ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΜΕΡΙΜΝΑΣ
Σε νύχτες του εκκρεμούς μονόφθαλμες προσβλέπουν
διαρρήκτες όπως ο Μισέλ Φουκώ και βράζουν
φωνές μες στα χαλάσματα χωλών στροβίλων
μελάγχολες μ’ αυτό που λέν Le soi souci
Μιάν άλγεβρα με τα πουλαίν θραυστών ψιθύρων
δομεί η κεβράδα που ’σπασε σαν ποδαράκι
μεσάνυχτα τα χείλη της σελήνης κλείνουν
αγχέμαχα όπως πάνε ν’ ανοιχτούν μεμιάς
Με μιάς πισώπλατης φιγούρας αμφιλύκη
φιλεύουν τον Ντισέπολο λυκίσκο οι σπείρες
σωπαίνουνε χορδές βουβαίνονται βουβώνες
ζιζάνια εργάζονται στους κήπους του μυαλού
Στον οίστρο κάποιου στίχου ληστρικού θυμάσαι
τον Γιόζεφ Μπόυς ’κεί που ’χε πεί πως καλλιτέχνες
είν’ όλοι κι έτσι πας κοιμάσαι με το κύμα
και φραμπαλάδες βράχων πελεκά η βροχή
Τ’ αφράτο δάσος με τις τάφρους μουγκανίζει
συθέμελα τα βογγητά έρπουν σα ζωστήρες
τους μουσηγέτες μέλια τρέφουν και παλίρροιες
του τάνγκο ινδάλματα και ιδιόμελοι μαστοί.
Θαυμάζω πάντα τη γλώσσα των ποιημάτων σου, Γιώργο. Σήμερσ μ΄αρέσει πολύ και ο τίτλος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΛΗ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ!
Αναστασία