Παρασκευή 29 Αυγούστου 2025

ΤΟ ΜΗ ΡΗΜΑΤΙΚΟ ΩΣ ΑΛΛΗ ΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

 


PIER PAOLO PASOLINI

 

ΤΟ ΜΗ ΡΗΜΑΤΙΚΟ ΩΣ ΑΛΛΗ ΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ[1]

 

Ἀνέκαθεν λέγεται ὅτι δὲν εἶναι τὸ ἅπαν τῆς σκέψης ρηματικό. Ἴσως φταίει ἡ ἐλλιπής μου πληροφόρηση, μπορεῖ νὰ φταῖνε καὶ τὰ βιαστικὰ καὶ ἀνολοκλήρωτα διαβάσματά μου, ἀλλὰ ποτέ μου ἐγὼ δὲν ἔπεσα πάνω σὲ κάποιον ὁρισμὸ τοῦ «μὴ ρηματικοῦ».

Μπορῶ, ἄραγε, νὰ ξεμπλέξω μὲ αὐτὴ μου τὴν ἔλειψη, ἂν γυρέψω νὰ βρῶ κάτι ποὺ νὰ μοιάζει στὸν ἐλλείποντα ὁρισμό;

Ἀπὸ καιρὸ ἤδη μιλάω γιὰ ἕναν κώδικα κινηματογραφικῆς ἀποκρυπτογράφησης ποὺ εἶναι ἀνάλογος τοῦ κώδικα ἀποκρυπτογράφησης τῆς πραγματικότητας. Στὴ διαδικασία αὐτὴ ἐμπλέκεται ὁ ὁρισμὸς τῆς πραγματικότητας ὡς γλώσσας — ὡς φυσικῆς γλώσσας ἐπικοινωνίας.[2]

Τὸ βιβλίο τοῦ κόσμου, τὸ βιβλίο τῆς φύσης, ἡ πρόζα τῆς πράξης, ἡ ποίηση τῆς ζωῆς: πρόκειται γιὰ κοινοὺς τόπους ποὺ ὑπῆρχαν ἤδη στὴν ἄγρια προϊστορία μιᾶς «Γενικῆς Σημειολογίας τῆς Πραγματικότητας ὡς Φυσικῆς Γλώσσας ἐπικοινωνίας».

Ἔχω μπροστά μου, στὸν κῆπο μου, ἐδῶ στὴν περιοχή τοῦ Ἔουρ,[3] μιὰ μικρὴ βελανιδιά. Τὸ δέντρο αὐτὸ ἀποτελεῖ μέρος τῆς πραγματικότητας ποὺ ὁμιλεῖ· εἶναι ἡ κρυπτογράφος της, ἡ δὲ μεταξύ τους σχέση εἶναι εὐθεία. Ἐγὼ μπορῶ νὰ μιλήσω σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον γι᾽ αὐτὴ τὴ βελανιδιὰ χρησιμοποιώντας τὸ «γράφον καὶ ὁμιλοῦν» μέσο. Αὐτὸ τὸ γράφον καὶ ὁμιλοῦν μέσο ἀποτελεῖ μέρος τῆς πραγματικότητας. Σὲ μία Γενικὴ Σημειολογία της οἱ γλῶσσες θὰ καταλάμβαναν τὴ θέση ἑνὸς κάποιου ἀπὸ τὰ τόσα καὶ τόσα στοιχεῖα της κ.λπ., κ.λπ., οὔτε παραπάνω οὔτε παρακάτω κ.λπ. κ.λπ.

Τί περίεργο ὅμως! Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνέκαθεν ἀποσυνδέσει τὴ γραπτομιλούμενη γλώσσα ἀπὸ τὴν Πραγματικότητα. Μπορεῖ στὴ μακρὰ ἱστορία τῶν ἱεροτελεστιῶν νὰ μὴν ὑπάρχει οὔτε γιὰ δεῖγμα ἀντικείμενο τῆς πραγματικότητας ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἱεριοποιηθεῖ, ἀλλὰ κάτι τέτοιο δὲν ἔχι συμβεῖ ποτὲ στὴ γλώσσα. Ἡ γλώσσα οὐδέποτε θεωρήθηκε ἱεροφάνεια,

Πραγματική, διαρκὴς καὶ σημαντικὴ μεταγλωσσικὴ συνείδηση γεννήθηκε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στοὺς κόλπους τῆς ἀστικῆς κοινωνίας· ἔκτοτε ἡ γλώσσα ὄντως ἱεριοποιήθηκε, μολονότι δὲν εἰσῆλθε στὴν ἐπικράτεια τῆς θρησκείας (ἀφοῦ, βεβαίως παραβλέψουμε τὸν γενικὸ ἐκεῖνο μυστικισμό ποὺ εὐνοεῖ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τοὺς διαχωρισμούς), ἀλλὰ παρέμεινε στὴ ἐπικράτεια τῆς λογοτεχνίας. Μιλάω γιὰ τὸν συμβολισμό, γιὰ τὸν ἑρμητισμὸ καὶ γιὰ ὅλες ἐν γένει τὶς πρωτοπορίες τοῦ δευτέρου ἡμίσεος τοῦ 19ου αἰώνα καὶ τοῦ πρώτου ἡμίσεος τοῦ 20οῦ.

Ἡ μεταγλωσσικὴ συνείδηση, ποὺ τρόπον τινὰ ἱεριοποίησε τὴ γλώσσα, ἀποτελεῖ πλέον ἐντροπικὸ ταξικὸ φαινόμενο, διότι σχηματίστηκε ἐξ ὁλοκλήρου καὶ μόνον στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἀστικῆς τάξης.

Ἡ ἐργατικὴ τάξη καὶ ὁ μαρξισμὸς ἔμειναν μακριὰ ἀπὸ μιὰ τέτοια ἱεριοποίηση· ἀπὸ τὴν ἀστικὴ τάξη μπορεῖ νὰ πῆραν τὸν ὀρθολογισμό, ἀλλὰ δὲν πῆραν τὴν ἀνορθολογικότητα τῶν «διαμαρτυρομένων» πρωτοποριῶν ποὺ τείνει πρὸς τὸν μυστικισμό.

Ἔτσι γιὰ τὴν ἐργατικὴ τάξη καὶ γιὰ τὴ μαρξιστικὴ ἰδεολογία ἡ γλώσσα παρέμεινε μιὰ ἁπλὴ λειτουργία, ὅπως ἁπλὴ λειτουργία παρέμεινε καὶ ἡ διαμορφωμένη γιὰ αὐτὴν συνείδηση, ποὺ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἰδέα ἑνὸς μέσου ἐπικοινωνίας (ἐνδεχομένως μάλιστα καὶ μὲ ὅ,τι εἶναι ἱεριωμένο).

Μολονότι στὴ μακρὰ διάρκεια ὅλων τῶν αἰώνων, ὁποὺ δὲν ὑπῆρχε «πράγμα» ἢ «φαινόμενο» τῆς πραγματικότητας ποὺ νὰ μὴν εἶχε γνωρίσει τὴ δόξα τοῦ εἰκονοστασίου, ἡ γλώσσα ἐκλαμβάνεται πάντοτε ὡς τὸ κύριο ὄργανο τῆς ὅποιας ἱεριωμένης σχέσης μὲ τὴν πραγματικότητα: μαγικὸς τύπος καὶ ξόρκι, προσευχὴ καὶ θαυμαστὴ ταύτιση μὲ τὸ ἑκάστοτε δηλούμενο πράγμα. Οὐδέποτε ἀπώλεσε ἡ γλώσσα τὸ χαρακτηριστικό της γνώρισμα ὡς «ἐπίκλησης». Ναί, ἀλλὰ περὶ αὐτοῦ εἶχε τὴ συνείδηση ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο πάρεξ ἁπλὸ ὄργανο ἢ μέσο.

Ἅπασα ἡ «ἐπιστημονικὴ» γλωσσολογία, συμπεριλαμβανομένων τόσο τοῦ μεγάλου Σοσὶρ ὅσο καὶ ὅλης τῆς χορείας τῶν στρουκτουραλιστῶν, στὸν ἀγώνα της νὰ ὁρίσει τὴ σχέση μεταξὺ σημείου καὶ σημαινόμενου ἀγνόησε τὴν ἀπὸ καταβολῶν μαγικὴ στιγμὴ τῆς γλώσσας. Ἡ Γλωσσολογία εἶναι, φυσικά, ἐπιστήμη... ἐπιστήμη τοῦ 19ου καὶ τῶν πρώτων δεκαετιῶν τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἐποχῶν ὁπού ἄνθιζε ἀκόμα ὁ ἀμιγὴς καὶ ἀθῶος ρατσισμὸς κ.τ.λ., κ.τ.λ.: ἡ μεγάλη Εὐρώπη. ἡ μεγάλη ἀστικὴ τάξη τῆς λευκῆς φυλῆς κ.τ.λ., κ.τ.λ. — ἐποχὴ ὅποὺ ἡ μαγεία εἶχε χρῶμα, καὶ ὁτιδήποτε μαγικὸ ἦταν ἔγχρωμο.

Τί κάνει τὸ «σημεῖο» μὲ τὸ «σημαινόμενο» — τὸ «σημαίνει»; Μὰ πρόκειται γιὰ ταυτολογία. Τὸ καταδηλώνει; Μὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπιστημονικό. Ταυτίζεται μαζί του; Εἶναι πολὺ παλιὰ ἡ ἔρις μεταξύ «nomen»[4] καὶ «res»,[5] κ.τ.λ., κ.τ.λ.

Στὴν πραγματικότητα «σημαινόμενο» δὲν ὑπάρχει, ἐπειδὴ οὔτε τὸ σημαινόμενο εἶναι σημεῖο.

Μοῦ ἐπιτρέπεται μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ μὲ τὴν ἄδεια τοῦ ποιητῆ νὰ ὁμιλῶ ἐλεύθερα γιὰ πράγματα ποὺ εἶναι ἐλεύθερα νὰ λέγονται!

Ἡ συγκεκριμένη βελανιδιὰ ποὺ ἔχω μπροστά μου δὲν εἶναι τὸ «σημαινόμενο» τοῦ γραπτομιλούμενου σημείου «βελανιδιά»: ὄχι, αὐτὴ ἡ συγκεκριμένη φυσικὴ βελανιδιὰ ποὺ τὴν ἔχω προσιτὴ σὲ ὅλες μου τὶς αἰσθήσεις εἶναι ἡ ἴδια σημεῖο: ὄχι, βέβαια, γραπτομιλούμενο σημεῖο, ἀλλὰ σημεῖο εἰκονέμβιο[6] ἢ ὅπως ἄλλιῶς θέλετε πεῖτε το καὶ ὁρίστε το ἐσεῖς.

Ὁπότε κατ᾽ οὐσίαν τὰ «σημεῖα» τῶν ρηματικῶν γλωσσῶν δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ μεταφράζουν τὰ «σημεῖα» τῶν μὴ ρηματικῶν γλωσσῶν· ἤ, στὴν προκείμενη περίπτωση, τὰ σημεῖα τῶν γραπτομιλούμενων γλωσσῶν δὲν κάνουν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ μεταφράζουν τὰ σημεῖα τῆς φυσικῆς γλώσσας ἐπικοινωνίας τῆς Πραγματικότητας.

Ὁ τόπος ὅπου ἐπιτελεῖται ἡ ἐν λόγῳ μετάφραση βρίσκεται ἐντός μας.

Μέσῳ τῆς μετάφρασης τοῦ γραπτομιλούμενου σημείου τὸ μὴ ρηματικὸ σημεῖο, δηλαδὴ τὸ Ἀντικείμενο τῆς Πραγματικότητας, ἐπανεμφανίζεται στὴ φαντασία μας καθὼς τὸ ἐπικαλεστήκαμε στὴ φυσική του ὑλικότητα.

Τὸ μὴ ρηματικό, ἑπομένως, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο πάρεξ μία ἄλλη ρηματικότητα — ἡ ρηματικότητα τῆς φυσικῆς γλώσσας ἐπικοινωνίας τῆς Πραγματικότητας.

Ὅταν ἐγὼ χρησιμοποιῶ τὴ γραφὴ ἢ ὅταν ἐγὼ χρησιμοποιῶ τὸν κινηματογράφο, δὲν κάνω τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ ἐπικαλοῦμαι στὴ φυσική της ὑλικότητα τὴ γλώσσα τῆς πραγματικότητας καὶ νὰ τὴ μεταφράζω.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει τῆς παραχωρῶ πάντοτε τὰ πρωτεῖα. Ἐδῶ ἔγκειται τὸ fas-nefas[7] κάθε δημιουργοῦ.

Ὁ ἀναγνώστης, ποὺ διαβάζει τοὺς «μονολογοῦντες» στίχους μου μέσα ἀπὸ τὸ ρηματικό τους στοιχεῖο, ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸ μὴ ρηματικό, τὸ ὁποῖο περιέχει τὸ ρηματικό, ποὺ χρησιμοποιῶ ἐγὼ γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσω, δηλαδὴ γιὰ νὰ προβῶ σὲ ἐπικλήσεις.

Σὲ ὅλα τὰ γραμμένα κείμενα καὶ σὲ ὅλες τὶς ὁμιλημένες προτάσεις (καὶ ὄχι μόνο στὴ σεναριογραφία) ὑπάρχει πάντοτε μία δομή ποὺ θέλει νὰ γίνει ἄλλη δομή·[8] ὑπάρχει, δηλαδή, μία διαδικασία ποὺ ἄγει ἀπὸ τὴ δομὴ τῆς γραπτομιλούμενης γλώσσας στὴ δομὴ τῆς γλώσσας τῆς «ἐπικεκλημένης» Πραγματικότητας μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ὑποδραμόντα... μὲ ὅλα τὰ ὀπισθοβατικὰ στοιχεῖα, μὲ τὰ ὁποῖα συνδέεται.

Διότι, ὄντως, ὅταν ἐγὼ λέω «βελανιδιά», ὀπισθοβατῶ ἤδη πρὸς ἐκείνη τὴν πρώτη μορφὴ φυσικῆς γλώσσας ἐπικοινωνίας, ποὺ εἶναι ἡ Φυσικὴ Γλώσσα ἐπικοινωνίας τῆς Πραγματικότητας, γιὰ νὰ κινηθῶ κατόπιν πρὸς τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση, προς τὸ πεδίο τῆς φαντασίας, ὅπου καὶ ἡ βελανιδιὰ («σημεῖο τῆς φυσικῆς γλώσσας ἐπικοινωνίας τῆς Πραγματικότητας») ἐπανασυστήνεται ὡς ἐπικεκλημένη (ἢ ἐνθυμημένη) φυσικὴ ὑλίκότητα.

Ἡ διαδικασία εἶναι ἡ ἑξῆς: α. ἡ βελανιδιὰ ὡς σημεῖο τῆς Φυσικῆς Γλώσσας ἐπικοινωνίας τῆς Πραγματικότητας· β. ἡ «βελανιδιὰ» ὡς γραπτομιλούμενο σημεῖο ποὺ μεταφράζει τὸ προηγούμενο σημεῖο· καὶ γ. ἡ βελανιδιὰ ὡς σημεῖο τῆς φυσικῆς γλώσσας ἐπικοινωνίας τῆς Πραγματικότητας ὅπως τὴ θεωρεῖ ἡ φαντασία.

Οἱ γραπτομιλούμενες γλῶσσες εἶναι μεταφράσεις δι᾽ ἐπικλήσεως· οἱ ὀπτικοακουστικὲς γλῶσσες (ὁ κινηματογράφος) εἶναι μεταφράσεις δι᾽ ἀναπαραγωγῆς.

Ἡ Φυσικὴ Γλώσσα ἐπικοινωνίας ποὺ μεταφράζεται εἶναι, λοιπόν, πάντοτε ἡ μὴ ρηματικὴ φυσικὴ γλώσσα ἐπικοινωνίας τῆς Πραγματικότητας.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 



[1] Τίτλος πρωτοτύπου: Il non verbale come altra verbalità. Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ Filmcritica τὸν Μάρτιο τοῦ 1971 ὡς ἐπιστολικὴ συνέντευξη ποὺ δόθηκε στὸν Σέρτζιο Ἀρέκο (Sergio Arecco, 1945).

[2] Παζολίνι χρησιμοποιεῖ ἐδῶ τὸν ὅρο «linguaggio», ποὺ σημαίνει φυσικὴ γλώσσα ἐπικοινωνίας, καὶ ὄχι τὸν ὅρο «lingua» ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὸν σοσιριανὸ ὅρο «langue».

[3] Περιοχὴ τῆς Ρώμης.

[4] Λατινικὰ στὸ πρωτότυπο: ὄνομα.

[5] Λατινικὰ στὸ πρωτότυπο: πράγμα.

[6] Στὸ πρωτότυπο: iconico-vivente.

[7] Λατινικὰ στὸ πρωτότυπο: Μὲ κάθε μέσο, νόμιμο ἢ παράνομο.

[8] Βλ. τὸ δοκίμιο Τὸ σενάριο ὡς «δομὴ» ποὺ θέλει να εἶναι ἄλλη δομή.

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025

ΚΑΡΥΩΤΑΚΕΙΑΣ ΚΟΠΗΣ

 


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

 

ΚΑΡΥΩΤΑΚΕΙΑΣ ΚΟΠΗΣ

 

Τροχὸς οὐράνιος, μοχθηρὸ φεγγάρι.

Καμιὰ φορὰ τὸ βλέπεις ποὺ γυαλίζει

τὸ μάτι του ἀργυρὸ στὸ μετερίζι

τῶν στοχασμῶν. Τ ἀσήκωτα τὰ βάρη

 

τῶν ἀρωμάτων πᾶν καὶ τοῦ ζαλίζουν

τὸν νοῦ καὶ τοῦ θολώνουν καὶ τὴν κρίση.

Τὸ φῶς του, ἀντὶ ὡς μαλαματένια βρύση

νὰ χύνεται, στὴ γῆ τὸ κατεβάζουν

 

τῶν μετεώρων μόχθοι μὲ τοὺς χτύπους

τῶν γυάλινων πετάλων ποὺ ἔχουν τὰ ἄτια,

ὅταν τροχάζουν στῶν χειλιῶν τ᾽ ἁλάτια.

Μὰ ἔτσι τοὺς βλέπει ὁ ποιητὴς τοὺς κήπους

 

ἀπ᾽ τὶς ἀχτίδες ἀποψιλωμένους·

γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀκολουθεῖ ἐραστὲς διαβάτες

ἀθέατος, καὶ τοὺς χτυπάει τὶς πλάτες

μὲ ρίμες στοργικὲς ὑψίστου σθένους.


ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΕΜΕΙΣ ΓΥΡΝΑΜΕ ΣΠΙΤΙ ΤΩΡΑ

 


PABLO NERUDA

 

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΕΜΕΙΣ ΓΥΡΝΑΜΕ ΣΠΙΤΙ ΤΩΡΑ

 

Άγάπη μου, ἐμεῖς γυρνᾶμε σπίτι τώρα — σπίτι,

ποὺ καὶ ἡ περιπλοκάδα μας τὶς σκάλες ἀνεβαίνει.

Πρὶν μπεῖς στὴν κάμαρά σου γιὰ ὕπνο, τό ᾽δες: ἔχει φτάσει

γυμνὸ τὸ καλοκαίρι κι ἔχει ἀγιόκλημα στὰ πόδια.

 

Τὸν κόσμο εἶδαν· σπίτι τους γυρίσαν τὰ φιλιά μας.

Στὴν Ἀρμενία τὸ βαρὺ τὸ μέλι τὸ ξεθάψαν.

Πράσινη περιστέρα ἡ Κεϋλάνη. Καὶ στὴν Κίνα

χωρίζει πράος ὁ Γιὰνγκ Τσὲ τὶς μέρες ἀπ᾽ τὶς νύχτες.

 

Ἀγαπημένη μου, ἀπ᾽ τὴ θάλασσα ποὺ κροταλίζει

γυρνᾶμε τώρα σάμπως δυὸ τυφλὰ πουλιὰ στὸν τοῖχο

ποὺ τὴ φωλιὰ μιᾶς ἄνοιξης ἀπόμακρης φυλάει,

 

γιατί, ἂν πετάει ὁ ἔρωτας, νὰ παίρνει καὶ μι᾽ ἀνάσα θέλει·

στὰ βράχια καὶ στὰ τείχη τῆς θαλάσσης πᾶνε οἱ ζωές μας·

στὴ χώρα, στὴν πατρίδα τους γυρίσαν τὰ φιλιά μας.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 


ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΣΟΥ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΕΩΣ ΤΗΝ ΚΟΜΗ


 

PABLO NERUDA

 

ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΣΟΥ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΕΩΣ ΤΗΝ ΚΟΜΗ

 

Τὸ φῶς ποὺ ἀπὸ τὰ πόδια σου ἀνεβαίνει ἕως τὴν κόμη,

ἡ σπάργωση ποὺ τὴ μορφή σου τὴ λεπτὴ τυλίγει,

δὲν εἶναι ἀπὸ θαλασσινὸ σεντέφι ἢ ἀσήμι κρύο.

Ἀπὸ ψωμὶ εἶσαι, ἀπὸ ψωμὶ ποὺ τὴ φωτιὰ ἀγαπάει.

 

Στὴν ἀποθήκη ἀβγάτισε μ᾽ ἐσένανε τὸ ἀλεύρι

καὶ πῆρε ἀπίστευτο ὕψος ἀπὸ τὰ εὐτυχῆ σου χρόνια —

τὰ δημητριακὰ σοῦ ἐκάμανε διπλὸ τὸ στῆθος·

τὸ κάρβουνο ποὺ ἐδούλευε στὸ χῶμα ἡ ἀγάπη μου ἦταν.

 

Ψωμὶ τὸ μέτωπό σου, οἱ κνῆμες σου, ψωμὶ τὸ στόμα,

ψωμὶ ποὺ χαύω καὶ στὸ φῶς κάθε πρωὶ γεννιέται·

εἶσαι ἡ παντιέρα τῶν ψωμάδικων, ἀγαπημένη·

 

μαθήτεψες στὴ φλόγα δίπλα· σοῦ ἔμαθε τί εἶναι αἷμα·

πῶς νά ᾽σαι πλάσμα ἐσὺ ἅγϊο σοῦ ἐδίδαξε τὸ ἀλεύρι·

καὶ τὸ ψωμὶ τ᾽ ἀρώματα ὅλα σοῦ ᾽μαθε τῆς γλώσσας.

 

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.


Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

ΣΤΟ ΖΑΤΟΠΕΚ





ΣΤΟ ΖΑΤΟΠΕΚ

Εξαιρετική ποιητική βραδιά στο Ζάτοπεκ απόψε στο πλαίσιο του 13ου Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης. Συνάντησα φίλες και φίλους, παλιούς φοιτητές και παλιές φοιτήτριες, ποιητές και ποιήτριες που αγωνίζονται ΥΠΕΡ της ποίησης.
Πάντα τέτοια!