MAX JACOB
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Τη νύχτα οι εξωτερικές λεωφόροι γεμίζουνε χιόνι· οι στρατιώτες είναι κλέφτες· μου επιτίθενται με χάχανα και σπάθες, με γδύνουν απ’ ό,τι έχω και δεν έχω: τους την κοπανάω και καταλήγω σε άλλο τετράγωνο. Νά ’ναι τάχα αυλή στρατώνα ή πανδοχείου; πόσα σπαθιά! πόσοι λογχοφόροι! χιονίζει! με τρυπούν με μια σύριγγα: είναι δηλητήριο για να με θανατώσουν· ένα κεφάλι σκελετού που φοράει πέπλο μού δαγκώνει το δάχτυλο. Αμυδρά φώτα του δρόμου ρίχνουν στο χιόνι το φως του θανάτου μου.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου