Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

Σ' ΕΝΑ ΠΛΟΙΟ


ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ


ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
[Γραμμένο στο ίδιο πλοίο]


Σου άρεσαν τα σονέτα μου και αγάλι
αγάλι εψυχοπόνεσες κ’ εμένα
κ’ εχάρισές μου, ομορφομάτα, μ’ ένα
φίλημα, την καρδιά σου τη μεγάλη.

Ποιος ερράγισε τ’ άλικο ανθογυάλι
και αντίς αίμα νερά θωρώ χυμένα
και τ’ άνθια της αγάπης μαραμένα;
Είχε ο γιαλός της γλύκας γυρογυάλι;

Μισοκρύβεται έν’ άχαρο βιβλίο
σκονισμένο, παλιό, στο ύστερο ράφι·
το εδιάβασες μια μέρα σ’ ένα πλοίο

και δεν καλοθυμάσαι ούτε τί γράφει.
Μια στάλα ζωής πιωμένη σόχει
κι ακόμα δεν το παραρρίχνεις, όχι.



Η ανώνυμη κυρία μάς έστειλε Μαβίλη. Καλοδεχούμενος.

6 σχόλια:

  1. @ ... μα αν δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
    τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
    θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. κ.καθηγητά
    Πολύ ανωνυμία έχει πέσει από τις φίλες του ιστολογίου τώρα τελευταία. Μήπως φοβούνται τι θα πει ο γείτονας;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. @ AXI: Πιστεύεις, αλήθεια, ότι έχ τέτοιες γειτόνισσες; Θα ήμουν ευτυχής. Αλλά πού;!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Σαν τα γράψεις τυπωνέ τα
    για να μείνουνε τ' απείρου
    τση ψυχής σου τα σονέτα
    που ναι όμοια του Σαιξπήρου

    Κι αν βαραίνουν σήκωσέ τα
    με τη δύναμη του Πύρρου
    ανάθεμα τη φρατζολέτα
    και του Πίπη και του Σπύρου

    Κι άμα είναι του Μαβίλη
    Θέλουνε τον Καχιασβίλι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. @ Σ.Ο. Νέττας:

    Κι άμα είναι κι άλλα είδη,
    θέλουνε τον Λεωνίδη.
    Κι άμα είναι του Μπαγκς Μπάννυ,
    φώναξε και τον Σαμπάνη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή