PIER PAOLO PASOLINI, «ΒΙΟΣ ΒΙΑΙΟΣ»
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ δεύτερο
κεφάλαιο)
«Ρὲ σὺ Ἄλ, μπὰς κι εἶδες πουθενὰ κεῖνο
τὸ Λέλο;» ρώτησε ὁ Τομαζίνο κάποιον Ἄλντο ποὺ πέρναγε ἀπὸ πλάι του. «Γιατί;… μπὰς
καὶ τὸν εἶδε καὶ κανὰς ἄλλος;» τοῦ ἀπάντησ’ ἐκεῖνος μ’ ἕνα μορφασμὸ σιχαμάρας λὲς
κι ἤθελε νὰ φτύσει. Μετά, ἐπειδὴ τὸ ψιλομετάνιωσε ποὺ τό ’χε παίξει πολὺ
μάγκας, πρόσθεσε: «Γιὰ χορὸ θά ’χει πάει». «Φχαριστῶ, μαλάκα μου, γιὰ τὸ νέο!»
τοῦ ’κανε ὁ Τομαζίνο καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του· ἦταν ὁ δρόμος τοῦ σχολείου καὶ τῆς
αἴθουσας τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος, ὅπου κάθε Κυριακὴ εἶχε χορό. Καὶ
πραγματικὰ ὅλα τὰ πεζοδρόμια —ἂν μποροῦσες νὰ πεῖς ποτὲ πεζοδρόμια
κείνους τοὺς διαδρόμους ἀπὸ λάσπη καὶ κοτρόνια στὶς ἄκρες τοῦ δρόμου— ἦταν ὅλα
γεμάτα νεαροὺς ντυμένους στὴν τρίχα καὶ ἐξοδούχους φαντάρους ἀπ’ τὸ στρατόπεδο.
Χειμώνας, Δεκέμβριος μήνας· ἀλλ’ ἀπ’ τὴ ζέστη πού ’κανε, ἤσουν στὴν κυριολεξία
λούτσα στὸν ἱδρώτα, ἐνῶ ἡ ὁμίχλη ποὺ ἐσκέπαζε τὴν Πιετραλάτα καὶ τοὺς ἀγρούς
της γύρω ἀπ’ τὸν Ἀνιένε ἔμοιαζε ἀτμὸς ἀπὸ χαμάμ. Ὁ Τομαζίνο πήγαινε στὴ μέση τοῦ
δρόμου μὲ τὰ χέρια στὰ τσεπάκια του πέτσινου μπουφάν του στὸ ὕψος τῶν ἀγκώνων· ἐβάδιζε
προσεχτικά, πρῶτα πατοῦσε τὸ ένα πόδι κι ἔπειτα τὸ ἄλλο, σὰν νὰ τὸν πονοῦσαν οἱ
πατοῦσες, σκυμμένος ἐλαφρὰ πρὸς τὰ ἐμπρός — ἔδινε τὴν ἐντύπωση τοῦ ψόφιου ἀπὸ τὴν
κούραση.
«Ρὲ σὺ Τσουτσουνίτσα,[1] μπὰς κι εἶδες πουθενὰ κεῖνο τὸ
Λέλο;» ρώτησε τώρα κάποιον ἄλλο ποὺ κουβέντιαζε ντυμένος λὲς κι ἦταν Αὔγουστος,
ἐνῶ οἱ μπουκλίτσες τῶν σγουρῶν μαλλιῶν του τοῦ ’πεφταν, ἀπ’ τὴν ὑγρασία πού ’χε
ἴσαμε τὰ ρουθούνια. «Ὄχι», τοῦ ’πε ὁ ἄλλος ἀπότομα, ἀλλὰ ὁ Τομαζίνο οὔτε ποὺ
σταμάτησε κὰν ν’ ἀκούσει τὴν ἀπάντηση, ἀφοῦ τὴν ἐρώτηση τοῦ τὴν εἶχε κάνει ἔτσι
μόνο γιὰ νὰ τὴν κάνει, γιὰ νὰ πεῖ μιὰ κουβέντα γνωστοποιώντας ἔτσι τὴν παρουσία
του. Τὸ ’ξερε —ἐννοεῖται— ὅτι κεῖνος ὁ μουλόσπορος ὁ Λέλο ἤτανε στο χορὸ καὶ
χόρευε.
Ἡ αἴθουσα βρισκόταν
σ’ ἕνα μονώροφο σπιτάκι βαμμένο ρόζ, μὲ τρία παραθυράκια στὴ σειρὰ καὶ μὲ μιὰ
πόρτα πού ’βγαζε σὲ μιὰν αὐλίτσα· ἡ αὐλίτσα ἔβλεπε σ’ ὅλο τὸ δρόμο. Ἦταν ἕνα
σπιτάκι σὰν ὅλα τ’ ἄλλα ἐκεῖ τριγύρω, δέκα-δέκα καὶ δώδεκα-δώδεκα στὴ σειρά,
πανόμοια μεταξύ τους, κι ὅλα τους εἶχαν βρόμικες αὐλὲς μπροστά τους. Ἦταν τὰ
σπίτια τῶν προσφύγων· τὰ «προσφυγικά» ἦταν ὅλα τους ἀραδιασμένα ἀνάμεσα στὶς
λαϊκὲς πολυκατοικίες. Δῶ καὶ κεῖ ὑπῆρχε καὶ κανὰ δεντράκι στραβόκορμο, χωρὶς οὔτ’
ἕνα φυλλαράκι ἀπάνω του, ἢ κανὰ πλίθινο δημόσιο ἀποχωρητήριο.
Ἡ πόρτα καὶ τὰ
παράθυρα τῆς σάλας ἦταν ἀνοιχτά, καὶ τὸ φῶς της ἔβγαινε καὶ καθρεφτιζόταν στὴ
μικρὴ αὐλή. Μέσα κι ἔξω γινόταν χαμὸς ἀπὸ πιτσιρίκια, ἀπὸ ἀμούστακα
παλικαράκια, ἀπὸ ξεπεταγμένες κοπελάρες κι ἀπὸ κάτι σουρωμένους κοντοπίθαρους,
κι εἶχες τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν βρισκόσουν σὲ σάλα, μὰ σὲ πλατεία.
«Ρὲ σὺ Λέλο, γαμῶ τὸ
σόι σου τὸ γαμημένο ρέ!» ἔβγαλε δυνατὴ φωνὴ ὁ Τομάζο μ’ ὅλη τὴ δύναμη πού ’χε
στὰ πνευμόνια του καὶ μὲ τὰ μοῦτρα του ξινισμένα, μόλις εἶδε τὸν Λέλο ἀραχτὸ σ’
ἕνα ντουβάρι γεμάτο τρύπες σὰ σουρωτήρι. (…)
Μετάφραση: Γιῶργος
Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου