Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025

ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ

 


PIER PAOLO PASOLINI

 

ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ

 

Τρία χρόνια τώρα προσπαθώ να μην βρίσκομαι στην Ιταλία τα Χριστούγεννα. Το κάνω επίτηδες, πεισματικά, και με πιάνει απελπισία στην ιδέα ότι δεν θα τα καταφέρω, αν ίσως αποδεχθώ το βάρος της υπερβολικής εργασίας, ή παραιτηθώ από οποιαδήποτε άδεια και δεν κάνω ένα διάλειμμα για ξεκούραση.

Αδυνατώ να εξηγήσω πλήρως στον αναγνώστη του "Tempo" το γιατί. Αυτό θα συνεπαγόταν ότι παραχωρώ τη βία και τη δύναμη της καινοτομίας σε παλιά συναισθήματα. Δηλαδή, μια "στιλιστική" δοκιμή που μπορεί να ξεπεραστεί μόνο μέσω της ποιητικής έμπνευσης. Η οποία δεν έρχεται και όποτε τη θέλεις. Είναι ένα είδος πραγματικότητας που ανήκει στον παλιό κόσμο, στον κόσμο των θρησκευτικών Χριστουγέννων: και εξακολουθεί να ταιριάζει στον παλιό της ορισμό.

Θυμάμαι πολύ καλά ότι για μένα, ακόμα και όταν ήμουν παιδί, οι χριστουγεννιάτικες διακοπές ήταν κάτι εξόχως ηλίθιο: μια πρόκληση της Παραγωγής απέναντι στον Θεό. Ωστόσο, τότε, ήμουν ακόμα εντελώς βυθισμένος στον «αγροτικό» κόσμο, σε κάποιο μυστηριώδες χωριό μεταξύ των Άλπεων και της θάλασσας, ή σε κάποια μικρή επαρχιακή πόλη (όπως η Κρεμόνα, το Σκαντιάνο). Υπήρχε απευθείας γραμμή σύνδεσης με την Ιερουσαλήμ. Ο καπιταλισμός δεν είχε «καλύψει» ακόμα πλήρως τον αγροτικό κόσμο, από τον οποίο άλλωστε προερχόταν ο ηθικισμός του και στον οποίο στήριζε τους  εκβιασμούς του: Θεός, Πατρίδα, Οικογένεια. Αυτός ο εκβιασμός ήταν δυνατός, επειδή αντιστοιχούσε, αρνητικά, ως κυνισμός, σε μια πραγματικότητα: στην πραγματικότητα του επιζώντος θρησκευτικού κόσμου.

Τώρα ο νέος καπιταλισμός αυτόν τον εκβιασμό δεν τον έχει καμία ανάγκη — εκτός μόνο από τα άκρα όριά του, ή στις επιζώσες νησίδες ή στα έθιμα (που σβήνουν). Για τον νέο καπιταλισμό η πίστη του οποιουδήποτε στον Θεό, στην Πατρίδα ή στην Οικογένεια είναι θέμα εντελώς αδιάφορο. Στην πραγματικότητα έχει δημιουργήσει τον δικό του νέο αυτόνομο μύθο: την ευημερία. Και ο ανθρώπινος τύπος του δεν είναι ο θρησκευόμενος άνθρωπος ή ο ευγενής κύριος, αλλά ο καταναλωτής που είναι ευτυχής όντας καταναλωτής.

Όταν ήμουν, λοιπόν, παιδί, η σχέση μεταξύ Κεφαλαίου και Θρησκείας (κατά τις μέρες των Χριστουγέννων) ήταν φρικτή μεν, πλην όμως υπαρκτή, πραγματική. Τώρα αυτή η σχέση δεν έχει πλέον κανέναν λόγο υπάρξεως. Είναι πέρα ώς πέρα παράλογη. Ίσως δε ο παραλογισμός αυτός είναι και ο λόγος που στενοχωριέμαι και με κάνει να φεύγω. (Πηγαίνω σε χώρες μουσουλμανικές). Η Εκκλησία (στην Ιταλία, όταν ήμουν παιδί, στα χρόνια του φασισμού) ήταν υποτελής στο Κεφάλαιο: το Κεφάλαιο την εκμεταλλευόταν ως όργανό του και αυτή είχε γίνει όργανο της εξουσίας. Είχε παραχωρήσει στις μεγάλες βιομηχανίες ένα βρεφάκι δίπλα σε ένα γαϊδουράκι και σε μια γελαδίτσα. Μήπως, άραγε, τότε δεν παρέλασε και κάτω από τα λάβαρα του Μουσολίνι, του Χίτλερ, του Φράνκο και του Σαλαζάρ; Τώρα, ωστόσο, η Εκκλησία μου φαίνεται, υπό μίαν έννοια, ακόμη πιο υποτελής στο Κεφάλαιο σε σχέση με παλιά. Στην πραγματικότητα, παλιά, η Εκκλησία σωζόταν από την όποια αυθεντικότητα υπήρχε στον προβιομηχανικό και αγροτικό κόσμο (και από όποιο βιοτεχνικό στοιχείο είχε απομείνει στις παλιές βιομηχανίες): τώρα, όμως, δεν έχει αντίστοιχο. Δεν μπορεί καν να πει ότι εκμεταλλεύεται και αυτή με τη σειρά της το Κεφάλαιο: στην πραγματικότητα το Κεφάλαιο εκμεταλλεύεται την Εκκλησία μόνο από συνήθεια, για να αποφύγει τους θρησκευτικούς πολέμους, για λόγους ευκολίας. Στην πραγματικότητα, δεν χρειάζεται πλέον καθόλου την Εκκλησία.  Αν δεν υπήρχε, θα μπορούσε πολύ καλά να κάνει χωρίς αυτήν. Τώρα, σε τέτοιες περιπτώσεις, η εκμετάλλευση πρέπει να είναι αμοιβαία, ώστε να εξυπηρετούνται και οι δύο. Στο σημείο αυτό η Εκκλησία θα πρέπει, επομένως, να διακρίνει τις δικές της εορταστικές εκδηλώσεις (αν εξακολουθεί, με τρόπο αρχαϊκό, να ενδιαφέρεται) από εκείνες της Κατανάλωσης. Θα πρέπει να διακρίνει, για να το πούμε ωμά, την όστια της θείας ευχαριστίας από το πανετόνε και τα λοιπά γλυκά. Αυτή η αμηχανία ανάμεσα στη Θρησκεία και την Παραγωγή είναι φρικτή. Και πράγματι ό,τι ακολουθεί είναι αφόρητο και για το μάτι και για όλες τις άλλες αισθήσεις.

Τα Χριστούγεννα ασφαλώς και  είναι στην πραγματικότητα αρχαία παγανιστική γιορτή (η γέννηση του ήλιου), και ως τέτοια ήταν αρχικά γιορτή χαρούμενη: αυτή η προγονική χαρά χρειάζεται ίσως ακόμα, εποχικά, να εκραγεί σε έναν άνθρωπο που πρόκειται να οργώσει τη Σαχάρα με μηχανικά τέρατα. Μόνο που έτσι η εν λόγω παγανιστική γιορτή πρέπει να ξαναγίνει παγανιστική: η υποκατάσταση της φυσικής φύσης από τη βιομηχανική φύση πρέπει να είναι πλήρης, ακόμη και στις γιορτές. Και η Εκκλησία πρέπει να ξεφύγει από αυτό το πλαίσιο. Δεν μπορεί πλέον να είναι και αγρότισσα και αδαής: δεν μπορεί πλέον να προσποιείται ότι δεν γνωρίζει ότι η εορτή των Χριστουγέννων είναι στην πραγματικότητα αρχαία γιορτή που γιορτάζεται in pagis, παγανιστικά δηλαδή, και ότι το προκύψαν και επιζών στις μέρες μας αμάλγαμα είναι αρχαϊκό και μεσαιωνικό. Η παράδοση των φατνών της γέννησης και των χριστουγεννιάτικων δέντρων πρέπει να καταργηθεί από μια Εκκλησία που επιθυμεί να επιβιώσει στον σύγχρονο κόσμο. Και αυτό το πράγμα δεν πρέπει να το γνωρίζουν μόνο οι εκκεντρικοί, οι προοδευτικοί και οι καλλιεργημένοι ιερείς.

Τα Χριστούγεννα  ως παγανιστική-νεοκαπιταλιστική γιορτή θα είναι πάντα μα πάντα φρικτά. Είναι ένα Ersatz, ένα υποκατάστατο πολέμου — μαζί με τα week-ends και τις άλλες παρόμοιες γιορτές. Στις μέρες μας έχει γεννηθεί και πολλαπλασιάζεται μια ψύχωση αναμφισβήτητα πολεμική. Η ατομική επιθετικότητα θεριεύει. Ο αριθμός των νεκρών εκτοξεύεται ιλιγγιωδώς στα ύψη. Πρόκειται για πραγματική σφαγή. Λένε: πολλά Βιετνάμ. Μα τα πολλά Βιετνάμ ήδη υπάρχουν. Ακριβώς, σε αυτές τις εορταστικές περιστάσεις, στις οποίες η γιορτή είναι η διακοπή μιας συνήθειας εκμετάλλευσης, αποξένωσης, του κώδικα, της ψευδούς ιδέας του εαυτού: όλα αυτά τα πράγματα είναι γεννημένα από το διάσημο έργο, το οποίο εξακολουθεί να είναι αυτό που επαινούν οι πινακίδες στα χιτλερικά  στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από αυτή τη διακοπή γεννιέται μια ψευδής ελευθερία, στην οποία ξεσπά ως έκρηξη ένα αρχαϊκό ένστικτο επιβολής και επιβεβαίωσης. Και όποιος επιβάλλεται επιβεβαιώνεται επιθετικά, μέσα από σκληρό ανταγωνισμό, κάνοντας τα πιο συνηθισμένα πράγματα με τον πιο συνηθισμένο τρόπο. Ναι, είναι μια τρομερή νότα στα Χριστούγεννα που γιόρτασα. Και δεν έχω τίποτα να παραχωρήσω σε τίποτα. Καμία καλή θέληση. Καμία γλυκανάλατη κίνηση καλών τρόπων. Έτσι έχουν τα πράγματα. Δεν έχει νόημα να το κρύβουμε, ούτε καν λίγο.

 

Περιοδικό "Tempo", τ. 1, 4 Ιανουαρίου 1969, σ. 10.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου