ANTONIO MACHADO
ΓΥΜΝΟ ΤΟ ΧΩΜΑ
Γυμνό το χώμα
και η ψυχή ουρλιάζει στον χλωμό ορίζοντα
σα λιμασμένη λύκαινα. Κι εσύ τί γυρεύεις νά ’βρεις,
ποιητή, στο ηλιοβασίλεμα;
Πικρή η πορεία – βαρύς ο δρόμος και πλακώνει
την καρδιά! Ο παγερός ο άνεμος,
και η νύχτα που όπου νά ’ναι πέφτει, και η πικρία
για τη μεγάλη απόσταση!... Στον άσπρο δρόμο
κάτι πράσινα δέντρα όσο πάει και μαυρίζουνε·
στα μακρινά πέρα βουνά υπάρχει χρυσάφι και αίμα ...
Ο ήλιος πέθανε...
Κι εσύ τί γυρεύεις νά ’βρεις, ποιητή, στο ηλιοβασίλεμα;
και η ψυχή ουρλιάζει στον χλωμό ορίζοντα
σα λιμασμένη λύκαινα. Κι εσύ τί γυρεύεις νά ’βρεις,
ποιητή, στο ηλιοβασίλεμα;
Πικρή η πορεία – βαρύς ο δρόμος και πλακώνει
την καρδιά! Ο παγερός ο άνεμος,
και η νύχτα που όπου νά ’ναι πέφτει, και η πικρία
για τη μεγάλη απόσταση!... Στον άσπρο δρόμο
κάτι πράσινα δέντρα όσο πάει και μαυρίζουνε·
στα μακρινά πέρα βουνά υπάρχει χρυσάφι και αίμα ...
Ο ήλιος πέθανε...
Κι εσύ τί γυρεύεις νά ’βρεις, ποιητή, στο ηλιοβασίλεμα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου