ΤΟ
ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΠΡΙΑΠΟΥ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΣΚΙΑΧΤΡΟ ΣΕ ΠΕΡΙΒΟΛΙ
(Carmina priapea,
63)
Δεν
φτάνει, φίλοι μου καλοί, που μ’ έχουνε να κάθομαι
εκεί
όπου χάσκει η γης υπό το κύναστρον, τον Σείριο,
κι
όλο διψάει και κορακιάζει μες στη θερινή την ξεραΐλα;
Δεν
φτάνει που κυλάνε μπόρες και βροχές στο στήθος μου
και
που με δέρνει η χάλαζα την άφτιαχτή μου κόμη,
κι
η πάχνη μού παγώνει κι ατσαλάκωτη μού κάνει τη γενειάδα;
Δεν
φτάνει και που μέρες κι άλλες μέρες χάνω στη δουλειά
και
που άυπνος συνέχεια μένω να δουλεύω και τις νύχτες;
Σ’
αυτά να βαλ’τε και ότι, φευ, την τρομερή μου κεφαλή
το
χέρι το άγαρμπο κάποιανου αγροίκου την πελέκησε
και
μ’ έκαμε τον ασχημότερο απ’ όλους νά ’μαι τους θεούς,
και
μπαμπουλόσκιαχτρο με στήσαν να φυλάω κολοκύθες.
Κι
αφού μου δόθηκε και της ασέλγειας νά ’χω το σημάδι,
μια
πυραμίδα μακρινή ένα λάγνο νεύρο πέρα δείχνει, εκεί
όπου
κάποια κορασίδα –λίγο θέλω για να πω και ποιά είναι–
με
τον συνήθη θα βρεθεί τον τύπο που της τον φυτεύει
ν’
ασκήσουν στάσεις που τους δίδαξε η Φιλαινίς μ’ εμβρίθεια
στη
λυσσασμένη μέσα της την έξαψη πώς γίνονται!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου