Γ[ΕΩΡΓΙΟΣ] ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ (1898-1969)
ΔΡΟΜΟΙ
Δρόμοι λοξοί, που δίπλα σας το παγωμένο ασπρίζει
ρυάκι κι’ όπου γέρνουνε ξεθωριασμένα κάποια
σπιτάκια, στα κατώφλια τους που η χλόη πρασινίζει,
Δρόμοι, ρημάδι αγροτικό με την ξερή τη στέρνα
κι ένα μαγγάνι αμίλητο, που σκούριασε απ’ το χρόνο,
στο δείλι σας αντίκρυσα κι ο κρύος βοριάς που επέρνα
σάλευε έναν πυρόξανθο σωρό από φύλλα μόνο.
Ένα πυρόξανθο σωρό, και τ’ άχυρα, που ακόμα
έβοσκε κάποιο ζώο ισχνό, έτσι σαν άλλοτε ίδια,
σύντριμμα η ρόδα του αμαξιού στο μουσκεμένο χώμα,
κι ο στάβλος με τα πράσινα απ’ τα βρύα κεραμίδια.
Μα ό,τι το σπίτι εμψύχωνε στα χρόνια που περάσαν,
το σπίτι μέσα στην αυλή που αμίλητο έτσι γέρνει,
έσβυσε. Οι ανθρώποι εζήσανε, πονέσανε, γεράσαν,
κι έφυγαν σαν τα φύλλα πια που η χειμωνιά τα παίρνει.
Δρόμοι στη χειμωνιάτικη τη νύχτα που σιμώνει,
με το εργαστήρι του παλιού πεταλωτή στα βάθη,
που το αναμμένο πέταλο χτυπιέται, ηχεί στο αμόνι,
τι να ζητώ μέσα σε σας που επέρασε κι εχάθη;
Ποιά νάναι η γοητεία σας, μικρόσπιτα και τοίχοι
υγροί, απ’ όπου το άρωμα κάποιας γαζίας βγαίνει,
δρόμοι, που πνίγει η μυρουδιά απ’ το καμμένο νύχι
του αλόγου, φλόγα κόκκινη στην πυροστιά αναμμένη;
Νάναι ο θλιμμένος γυρισμός ψυχής πούχουν συντρίψει
οι μάταιοι αγώνες για να βρει ό,τι είχε πλάσει η σκέψη,
κι ήρθε σε σας, δρόμοι παλιοί, για να σας πει με θλίψη,
ότι ήταν ψέμμα τ’ νειρο κοντά σας πούχε θρέψει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου