BERTOLT BRECHT
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΝΤΑΒΑΤΖΗ
1
Αχ, μια φορά κι έναν καιρό, που από παλιά παρήλθαν,
εζούσαμε μαζί – μαζί στο σπίτι εγώ κι εκείνη.
Εγώ έβαζα τον νου, κι εκείνη εσήκωνε τα πόδια:
προστάτης της εγώ, κι εκείνη για το ζην να δίνει
το πράμα της, της ζήσης να πηδάμε τα εμπόδια.
Σαν έμπαινε ο εραστής, ευθύς γλιστρούσα απ’ το κρεβάτι,
κατέβαζα ένα κιρς, κι όλα είχαν μιαν ευγένεια... κάτι!
Και σαν ακούμπαγε τα φράγκα ο ερίφης, του μιλούσα
γλυκά: Να μας
ξανάρθετε, θα σας παρακαλούσα...
Με αυτά και αυτά τη βγάλαμε μαζί μισό χρονάκι
μες στο μπορντέλο οπού ’ταν το δικό μας το σπιτάκι.
2
Εκείνον τον καιρό που τώρα, αχ, έχει πια παρέλθει,
φορές υπήρξαν κάμποσες γλυκές που με πονούσε.
Κι αν δεν του πήγαινα παράδες, με είχε στα όπα-όπα
και μού ’λεγε χουχουλιστά στ’ αφτί μου: Ρε σύ, πού’σαι;
Ρούχο άλλο βάλε – πέτ’
αυτό! Τόσες φορές δεν σ’ το’πα;!
Εγώ όμως είμουν θηλυκό που πάντα τού χωνόταν.
Μια μέρα που τον ρώτησα πού διάβολο χανόταν,
μου ετράβηξε μι’ ανάποδη, μου βούλωσε το μάτι,
κι αρρώστησα με πυρετό – και τέζα στο κρεβάτι.
Με αυτά και αυτά τη βγάλαμε καλά μισό χρονάκι
μες στο μπορντέλο οπού ’ταν το δικό μας το σπιτάκι.
3
Τα χρόνια εκείνα που από καιρό έχουν πια παρέλθει
και που είταν χρόνια πι’ όμορφα απ’ την τωρινή μας ζήση,
εμείς οι δυό τις γλύκες πιάναμε πριν να χαράξει,
γιατί, ως γνωστόν, τη νύχτα αλλιώς τό ’χαμε κανονίσει.
(Συνήθως γίνεται την νύχτα –αν κι όχι πάντα– η πράξη!)
Θυμάμαι σ’ άρεσε πολύ η ανάσκελη τραμπάλα.
Θυμάμαι σ’ άρεσε πολύ τ’ απαύτωμα στη σκάλα.
Γκαστρώθηκα, μα πού ν’ ακούσει εκείνος για παιδάκι –
το ρίξαμε. Επηδιόμουν πάλι για το παραδάκι.
Με αυτά και αυτά πώς βγάλαμε –μα πώς;– μισό χρονάκι
μες στο μπορντέλο οπού ’ταν το δικό μας το σπιτάκι.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου