Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009
ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΟΥΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΖΩΤΟΣ
ΑΜΥΘΗΤΑ ΧΕΡΙΑ
Στους Ζωταίους και Τεφαίους μαστόρους
Τους έβλεπα σαρμανίτσα να κουνούν
το μαντήλι ανεβαίνοντας
με χρυσή σκα-
λωσιά τους ουρανούς.
Φωσφόριζε το γιλέκο γυρισμένο στον άνεμο.
Αηδόνια στις βρύσες γέμιζαν το παγούρι τους.
Στο πλουμιστό τους δισάκι κόκκαλα προγονικά
κουτσουπιές μωβ μυριάδες και χερουβικά μελισσάκια –
λεπτές έννοιες αήττητες μαυρισμένες γρεντές
από τσουκάλι ολονύκτιας περισυλλογής.
Μαύρη και λευκή πέτρα τσακμάκι του οίστρου
αμύθητα χέρια μαθημένα σε πάθος απόκρημνο
τσοκάνι ξερολιθιάς σε χλωρόκλαδα χώματα.
Τί λογής αγκωνάρια πελεκούσαν τις μέρες
στοιχειωμένα βουνά δράκοντες σύννεφα
βουβό κλάμα τις νύχτες.
Τα ποτάμια που δεν έχτισαν
πλαγιάζουν στα μάτια τους.
Τώρα ακούω μόνον σφυριά και μαδέρια
τη σταγόνα του νερού που σπάει τις πέτρες της
θροΐσματα μυστικών εκμυστηρεύσεων
ενώ τέσσερεις άγγελοι
ξετυλίγουν αόρατο σχοινί στα έναστρα βράδυα
αλφαδιάζοντας σπίτια και στέγες
σε βουνοπλαγιές που αγάπησαν.
Ποιοί ανάψαν λοιπόν το καντήλι στους λόφους
ευγενικά ν’ αποσύρει το δάχτυλο ο θεός
μην αφήνοντας ρεματιές και ρουμάνια ακατοίκητα.
Κανένα κυπαρίσσι δεν μετράει το ύψος τους.
Από το βιβλίο: Απόστολος Ζώτος, «Αμύθητα χέρια», Στιγμή, Αθήνα 1999, σελ. 16-17.
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΖΩΤΟΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου