ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΤΟ ΚΕΡΑΣΙ
(μὲ ἄρωμα Ρίλκε)
Τὴν ἄκουσα·
ἔλεγε: «Τὸ πᾶν πεθαίνει,
μὰ Ἐκείνη
ἀκέραιη καὶ ἴδια πάντα μένει».
Τὸ ἀφτὶ
ἔγινε εὐθὺς μάτι, νοῦς μεγάλος,
καὶ ὁ
λάλος στίχος ἔπλεξε ἄλλο κάλλος,
καὶ
τὸ εἶδα ἀκούγοντάς τον ἀπὸ στόμα
γλυκύφθογγο
ποὺ θὰ ἔτερπε καὶ τὸ ὄμμα.
Φωνὴ
ἁπαλή, μὲ μουσικὴ ντυμένη,
τῆς
ποίησης τὸν ἦχο μ῾ ἕνα χτένι
ἁβρὸ
ἐπεριποιεῖτο σὰν νά᾽ταν κόμη
ποὺ
τὴν ποθοῦσαν οἱ δικοί της ὦμοι.
Καὶ
τοῦ θανάτου τὸ ἄγος μετετράπη
μ᾽ εὐθύβολη
λαλιὰ σὲ ἀέναη Ἀγάπη.
Διότι
τῆς ἀπαγγέλλουσας ὁ τρόπος
τὸ
μέλος δόξαζε ἀδιακόπως, ὅπως
πουλὶ
ποὺ τέρπει στὸν ἀγέρα δάση:
τὰ
χείλη της δονοῦσε ἕνα κεράσι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου