ALÍ CHUMACERO
Ο
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΑΥΤΟΥ ΠΟΥ ΕΧΗΡΕΨΕ
Την πόρτα ανοίγω, στον συνήθη επιστρέφω οίκτο
του σπιτιού μου, όπου ο θόρυβος το ημίφως
υπερασπίζεται και ο γιός μου που ποτέ δεν υπήρξε
νιώθει το ναυάγιο, τα κύματα ή το παθιασμένο λινό
που μες στα αψιά καλοκαίρια την όψη
σκεπάζει. Ανάπαυση αρχαϊκή
νεκρών θεών γεμάτη ενδιαιτήματα,
η δε συνείδηση, με τον αέρα από πάνω της ν’ ανασαίνει
τη ριπή που χτες ακόμα έψαχνε να βρει το μέτωπό μου
στην ανάστατή του πτώση.
Να δώσω δεν μπορούσα όνομα στο σάβανο, στα κεριά, στον καπνό
ούτε στην ταπεινότητα ούτε στη συμπόνια και στην ηρεμία
στου δειλινού τις όχθες· δεν μπορούσα
να πω «τα χέρια της», «η θλίψη μου», «η χώρα μας»
γιατί τα πάντα, όντας στ’ όνομά τους μέσα, εκτυφλωτικά
απ’ τις πληγές τους φωτίζονται. Σαν σημάδι αφρών
ή επικηδείων πετάχτηκαν κουρτίνες, κρεβάτι, τάπητες
και αποσύνθεση – πετάχτηκαν προς την απαξίωση οδεύοντα,
ενώ θριαμβεύει ο ασβέστης που με όλη τη γύμνια του
του χώρου τον ίσκιο αρνείται.
Τώρα αρχίζει ο χρόνος, το πικρό χαμόγελο
του επισκέπτη που ξαγρυπνάει και ξυπνώντας
την οργή του τραγουδάει στη βρόμικη πόλη
τ’ ασβεστοψημένα άσματα και στα χείλη εξαγνίζονται
πυρές αβεβαιότητας που κυλούν
χωρίς να βρίσκουν απόκριση. Αστέρι ή δελφίνι, εκεί κάτω,
κάτω από το κύμα το πόδι του χάνεται
και χιτώνες που έχουνε γίνει τώρα πια εμβλήματα
βυθίζουν τη ζέουσα πομπή, ενώ με τις στάχτες
μού βάφουν εμένα το μέτωπο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου