ALÍ CHUMACERO
ΟΙ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ
Φθινόπωρο πολιορκεί την κοιλάδα, αχρειότητα
ξεχειλίζει, και ο ιερός λόφος στη λάμψη
με μορφή εκδικήσεως αποκρίνεται. Βήματα μετράει η σκόνη
και η δυστυχία καταλαβαίνει ποιός καλπάζει
εκεί όπου όλοι με την ίδια καλπάζουν μανία:
σε αιχμαλωσίας κατάσταση παρακολουθούν τον τσακισμένο κύκλο
του γιου που ξαφνιάζει τον συλλογισμένο του πατέρα
στο θαμμένο κάτω από την άμμο παράθυρο.
Αίμα του ανθρώπου θύμα του ανθρώπου
περισφίγγει πόρτες, φωνάζει: «Κανείς δεν είναι εδώ»,
αλλά την έπαυλη την κατοικεί ο βάρβαρος που διεκδικεί
την αξιοπρέπεια, τον ζυγό της κομματιασμένης
πατρίδας, που η μνήμη τη σιχαίνεται,
όπως ο άντρας κοιτάζει τη γυναίκα του κατάματα
και στο διπλανό κατώφλι το χνάρι βιάζεται ν’ απομακρύνει
τον τρόμο που προπορεύεται της ατυχίας.
Σίδερο και πλεονεξία, η ανίκανη λέπρα
του μίσους που τονώθηκε από λεηλασίες και ψευδαισθήσεις
τον σπόρο υγραίνει. Και προκαλούνται
αδελφός εναντίον αδελφού και χωρίς έλεος
παύει το βασίλειο του στίγματος: να σε σπρώχνει
η υπεροψία για άλμα στο κενό κι έτσι,
όταν κοπάζει ο άνεμος, ο αετός ξεκόβει
μιμούμενος κάποιο που έπεσε άγαλμα.
Στην περιφρόνηση των όχλων αδειασμένη η εσπέρα
υπερασπίζεται την ύπαρξή της, διπλασιάζει τη λόχμη της
απέναντι στις πέτρες που έχουν τα θεμέλιά τους απολέσει.
Το αδίκημα της είναι συμπόνια όταν περνάμε
από τη χρυσή παστάδα στην αγέλαστη
την ασφάλεια έχοντας της θράκας: για μια στιγμή
μόλις, γαλήνια αστραπή σαν στρατιώτης
μεθυσμένος που περιμένει τον υποβιβασμό του.
Σαν τα παιδάκια χαμογελάμε στην οργή
εμπιστευόμενοι τη μνησικακία και καμιά φορά τον φθόνο
μπροστά στο κάθαρμα που ξαφνικά αποχωρεί
και δίχως λέξη ξεπεζεύει απ’ το θηρίο
ξεκούραση γυρεύοντας. Το παιχνίδι είναι δικό του:
προσωπείο που εγκαταλείπει τη σκηνή, καταστροφή
που αγαπά το παραλήρημά του και όλο χαρά χάνει
το απομεινάρι της οργής του το έσχατο.
Ήρθε η αμφιβολία και του κρασιού το πάθος,
κορμιά σάμπως στιλέτα, αυτό που μεταμορφώνει
τη νεότητα στην τυραννία: οι απολαύσεις
και των αμαρτιών το πλήρωμα.
Εκρήξεις κάνουνε να μεταρσιωθεί σε όνειδος
η αδιαφανής οχλαγωγία, όλες δε οι γειτονιές ήσαν
αγνοημένα ταμπούρλα και κραυγές και αναφιλητά, όπου
κανένας τότε δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη «αδέλφια».
Στο τέλος πίστεψα ότι η μέρα το ανάθεμά της
εγαλήνεψε. Τα σύννεφα, η καταφρόνηση,
ο τόπος που με τα λόγια της αγάπης έγινε σπίθα,
πιατικά στο τραπέζι, λάδι, αρώματα, όλα ήσαν
ένα πανούργο κατευναστικό μέσο του εχθρού,
και πολύ αργότερα ανακάλυψα να επιπλέουν
επάνω από τις ναυαγισμένες φυλές κρίκοι αφρών
που εκύλαγαν τυφλά σ’ ένα του πλοίου παραπέτο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου