ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΠΙΤΣΙΚΑΡΟΥΝ ΤΟΥ ΣΑΜΠΟΤΑΖ ΟΙ ΟΚΑΡΙΝΕΣ
Του χρόνου εσφύριξε έναν σπαθισμό το βέλος.
Υπαινιγμούς πνιγμού ανέσυρε μια ταραντέλα.
Στα στόματα έβραζαν οι γλώσσες καραμέλα.
Με τσόκαρα του μέλους σ’ εξεγέλα ο γέλως.
Υπαινιγμούς πνιγμού ανέσυρε μια ταραντέλα.
Η αράχνη εχόρευε με το κουτσό της σκέλος.
Με τσόκαρα του μέλους σ’ εξεγέλα ο γέλως.
Του κήπου της τα ρίγη εγυάλιζε η κοπέλλα.
Η αράχνη εχόρευε με το κουτσό της σκέλος.
Οι συγχορδίες της εκόνας κάναν γκέλα.
Του κήπου της τα ρίγη εγυάλιζε η κοπέλλα.
Η μνήμη διέτρεξε τον ουρανό ανωφέλως.
Οι συγχορδίες της εκόνας κάναν γκέλα.
Οι ελπίδες και τα ρόδα εμάδησαν στο τέλος.
Η μνήμη διέτρεξε τον ουρανό ανωφέλως.
Στο χώμα μείνανε ίχνη θάλλους και μια τρέλα,
κύριε… – κύριε Καρυωτάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου