ΑΝΥΤΗ
ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
1. [Ο ΑΓΡΟΤΗΣ ΠΑΝ]
Τί κάθεσαι ολομόναχος στο δάσος με τον ίσκιο τον παχύ,
Πάνα μου αγρότη, και τη φλογέρα σου γλυκά όλο τσαφαρίζεις;
Για να μου βόσκουνε πέρα εκεί στις δροσερές βουνοπλαγιές
οι γελαδίτσες μου οι καλές, των σταχυών τα άγανα μασώντας.
2. [Η ΑΚΡΙΔΑ ΚΑΙ Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ]
Σε μι’ ακρίδα, αηδόνι των αγρών, και σ’ έναν τζίτζικα
που τον κορμό βελανιδιάς είχε κάνει στέκι, μνήμα κοινό έφτιαξε η Μυρώ —
το δάκρυ το παρθενικό της χύνοντας η κόρη· και τα δυό της που ’παιζε ζωάκια
ήρθε και τής τ’ άρπαξε ο άπονος ο Χάρος, ο κακούργος, κι έφυγε για κάτω.
3. [ΤΟΝ ΛΕΓΑΝΕ ΜΑΝΗ]
Ζωντανός ο Μάνης ήτανε σκλάβος· τώρα που πέθανε
με τον Δαρείο, τον μεγάλο βασιλιά, την ίδια έχει δύναμη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου