ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ
ΒΙΚΕΝΤΙΟΣ ΚΑΡΜΠΟΝΑΡΟΣ: Ο ΣΥΝΟΝΟΜΑΤΟΣ Ή ΠΕΦΤΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΚΑΘΕΤΟ ΡΗΓΜΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
Γιατί σε ορισμένα βιβλία πρέπει να επανερχόμαστε διαρκώς.
Με το «Συνονόματο» έχω ανοιχτούς λογαριασμούς από παλιά. Έλεγα πάντα να γράψω γι’αυτό το βιβλίο. Μα δυσκολεύομαι τόσο πολύ στην λεκτική έκφραση των εντυπώσεών μου, ειδικά όταν προέρχονται από την αναγνωστική απόλαυση που μου προσφέρει ένα λογοτεχνικό έργο, στην προκειμένη περίπτωση το βιβλίο του Βικέντιου Καρμπονάρου, που αδυνατώ να σύρω(άκου να σύρω!) δυο γραμμές στο χαρτί. Τις τελευταίες μέρες ξαναδιάβασα το βιβλίο και είπα: «Δεν γίνεται Σπυράκο, γράψε για το βιβλίο, γιατί θα σκάσεις, κι ό,τι βγει.». Όπερ και εγένετο.
Από την πρώτη ανάγνωση κατάλαβα, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ένα βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας, αντιλαμβανόμενος τις δυσκολίες που θα συναντήσει ο αναγνώστης κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, επιχειρεί να επικοινωνήσει μαζί του, χρησιμοποιώντας διάφορες λεκτικές προσφωνήσεις, ώστε να διατηρήσει το ενδιαφέρον του, γνωρίζοντας πως ο αναγνώστης προσέρχεται σ’αυτή την πρωτόγνωρη κειμενική ατμόσφαιρα με εφόδια τα οποία μπορεί ν’ αποδειχθούν άκαπνα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το βιβλίο στην τύχη του, δηλαδή στο ράφι. Διότι «Ο Συνονόματος ή Πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου» είναι ένα βιβλίο που διαβάζοντάς το με τις αναγνωστικές συνήθειες που κουβαλάς από προηγούμενες αφηγηματικές προσεγγίσεις, νιώθεις άβολα, δυσκολεύεσαι να προσαρμοστείς. Αργότερα και όσο προχωρά η ανάγνωση, όταν πια νοιώσεις ασφάλεια και αφεθείς σ’αυτό το λεκτικό ταξίδι της γλώσσας, χρειάζεσαι ζώνη ασφαλείας για να μην απογειωθείς. Αλλά γι’αυτό αργότερα.
Γιατί όμως μετά από επτά χρόνια από τότε που πρωτοδιάβασα το βιβλίο αποφασίζω σήμερα να γράψω γι’αυτό; Δεν είναι αρκετός χρόνος από τότε που εκδόθηκε, το βιβλίο δεν «πάλιωσε», ειδικά τώρα που τα βιβλία έχουν ημερομηνία λήξης; Ρίξτε μια ματιά γύρω σας, τα βιβλία καταναλώνονται σε ρυθμούς fast-food. Αλλά εμένα δεν με ενδιαφέρει, ούτε νοιάζομαι. Τα βιβλία γράφονται για να αντέχουν στο χρόνο, να αντιστέκονται στη φθορά της πραγματικότητας, στη λήθη, στους ρυθμούς και τις προτεραιότητες, άνωθεν επιβαλλόμενες. Ένα απ’αυτά τα λίγα βιβλία που αντέχουν στη ραφίλα είναι ο «Ο Συνονόματος ή Πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου».
Μα γιατί τώρα και όχι χθες ή αύριο. Εν τάξει, θα σας αποκαλύψω ένα μικρό, τόσο δα, μυστικό. Είταν μέσα προς τέλη Οκτώβρη του 1972, καλή ώρα σαν τις μέρες μας, πριν σαράντα δύο χρόνια, που αρχίζει η ολιγόμηνη ερωτική ιστορία του Βικέντιου και της Λαουράνιας. Αλλά μέχρις εδώ. Δεν θα επεκταθώ περισσότερο.
Σ’αυτό το «προλογικό», ας πούμε, σημείωμα, θα αναφερθώ στην έκπληξη που μου προκάλεσε, η ανάγκη του αφηγητή να πλησιάσει, μέσω των πολλαπλών λεκτικών επικλητικών αναφορών, τον αναγνώστη(προσέξτε ΜΟΝΟ τον αναγνώστη, αγαπητή μου αναγνώστρια) κατά τη διάρκεια της αφήγησης του. Γεγονός που συμβαίνει, απ’όσο γνωρίζω, με τις ελλιπείς γνώσεις μου σε προτεραιότητα, για πρώτη φορά σε μυθιστόρημα. Αν υπάρχει κι άλλο, ας με διορθώσει κάποιος.
Στις εκατόν οκτώ προσφωνήσεις που σημείωσα, υποψιάζομαι ότι θα υπάρχουν κι άλλες που δεν πρόσεξα -θα μπορούσα βέβαια να σκανάρω το βιβλίο, να το αποθηκεύσω σε pdf ή σε word με το ABBYY, και μετά στην αναζήτηση γράφοντας την λέξη που με ενδιαφέρει, να βρω τον ακριβή αριθμό, αλλά ποιος κάθεται τώρα να κάνει αυτή τη δουλειά, αν υπάρχει κάποιος που είναι περισσότερο υπομονετικός, ας προσφέρει την δική του καταγραφή, η επιμέλεια άλλωστε επιβραβεύεται-οι οποίες δεν είναι αρκετές να αλλοιώσουν το δείγμα που παρουσιάζω, κυρίαρχη θέση κατέχει η προσφώνηση «φίλε αναγνώστη» με 26 επαναλήψεις, δείγμα πως ο αφηγητής προσπαθεί να κρατηθεί σε κάποια ουδέτερη, επαγγελματική σχέση, οχ! από τον αναγνώστη, αν και αρκετές φορές δεν τα καταφέρνει. Αυτό σαν υποσημείωση.
Εδώ να σημειώσω ότι περιλαμβάνονται στο σύνολο και οι ελάχιστες επικλητικές προσφωνήσεις του επιμελητή του βιβλίου κ. Γιώργου Κεντρωτή.
Οι προσφωνήσεις, όσες κατάφερα, επαναλαμβάνω, να συγκεντρώσω είναι οι εξής:
Με αλφαβητική σειρά(εδώ με βοήθησε σημαντικά το Excel).
*Δίπλα αναφέρεται ο αριθμός της σελίδας
dear reader 461
bel ami 364
Αναγνώστη 173
αναγνώστη μου 98
αγαπητέ αναγνώστη 21,226
αγαπητέ μου φίλε 294
αγαπητέ μου φίλε αναγνώστη
αγαπητέ μου142
αγαπητέ φίλε, αδελφικέ μου φίλε αναγνώστη 444
αγαπητέ φίλε, αδελφικέ φίλε αναγνώστη 443
ακριβέ μου σύντροφε αναγνώστη 294
αναγνώστη 148,173,294,295,327
αναγνώστη καλέ 358
αναγνώστη μου καλέ 61,95
αναγνώστη φίλε 99
αναγνώστη μου φίνε 211
γκαρδιακέ μου φίλε αναγνώστη 448
εκλεκτέ φίλε αναγνώστη 97
καλέ μου 135
καλέ μου αδιάκριτε αναγνώστη 376
καλέ μου άνθρωπε 445
καλέ μου και ευγενικά υπομονετικέ μου φίλε
καλέ μου φίλε 455,465
καλέ μου φίλε και αναγνώστη 476
καλό μου φίλο 350 καχύποπτε Έλληνα 496
κύριε αναγνώστη 384,448
μαλάκα, αι μαλάκα 468
παλιομαλάκα μου 468
ρε αδερφέ 282
ρε παλιόφιλε αναγνώστη 468
ρε φίλε 282,490
σύντροφε αναγνώστη 492
υπομονετικέ μου αναγνώστη 94
φιλαράκο 264
φίλε 51,296,476,480,446,467 φίλε αναγνώστη 103,116,118,119,121,135,190,195,207,294,351,353,375,388,396,482,486,489,492,412,419,421(δύο φορές),440,470,479
φίλε αναγνώστη τόσο ευγενικέ και υπομονετικέ
φίλε και αδερφέ μου αναγνώστη άνθρωπε θαυμάσιε και υπομονετικέ 431
φίλε και σύντροφε αναγνώστη 411
φίλε καλέ 490
φίλε καλέ αναγνώστη 286,512
φίλε καλέ και ανεκτικέ και υπερπολύτιμε αναγνώστη 455
φίλε μου αθώε και αφελέστατε 449
φίλε μου αναγνώστη 57,77,81,95(δύο φορές),171,272,481
φίλε μου ανεκτικέ αναγνώστη 375
φίλε μου καλέ 450
φίλε μου καλέ και συγκινητικέ 471
φίλτατε 469,478,499
φίλτατε αναγνώστη 102,244,231,278,116(δύο φορές)
φίλτατέ μου αναγνώστη 479
φίλτατο αναγνώστη 116(δύο φορές)
Από τον παραπάνω κατάλογο φαίνεται η ανάγκη του συγγραφέα να απευθυνθεί μ’ένα τρόπο οικείο στον κόσμο που διαβάζει το βιβλίο, αποκλείοντας για έναν ανεξήγητο λόγο τις αναγνώστριες από το εν δυνάμει κοινό της ανάγνωσης. Η επίκληση του συγγραφέα στον αναγνώστη, εκτός από την προσπάθεια του να αποδείξει την συμμετοχική παρουσία του στη συγγραφική δημιουργία, η αναγνώριση εκ μέρους του, πως αυτόν έχει διαρκώς στο μυαλό του, και όχι ένα ιδεατό κοινό, ότι δίχως αυτόν διαρκώς παρόντα δεν θα μπορούσε να γράψει το βιβλίο, πως η παρουσία του είναι που δίνει διέξοδο στα αφηγηματικά αδιέξοδα, ανακοινώνεται δημόσια με τις προσφωνήσεις που παρουσίασα παραπάνω. Πως να ερμηνευτεί η μετάβαση από το «φίλε και αδερφέ μου αναγνώστη άνθρωπε θαυμάσιε και υπομονετικέ» στο «μαλάκα, αι μαλάκα» αν όχι σαν καταλυτική επίδραση του αναγνώστη στην αφηγηματική δημιουργία; Κρίνει σκόπιμο, λοιπόν, με αυτή τη λεκτική παγαποντιά να δείξει ότι δεν βαδίζει μόνος του, αλλά χρειάζεται τη βοήθεια του αναγνώστη, την προσοχή του, τις ενστάσεις του, φοβούμενος ότι θα τον εγκαταλείψει, πριν αποκαλύψει ολοκληρωμένο το συγγραφικό του σύμπαν. Αυτή τη συμμετοχή του αναγνώστη την επιβραβεύει στο τέλος του βιβλίου με τα εξής λόγια: «Χαίρε!.....Χαίρε! και πάλι χαίρε! Σ’ευχαριστώ από καρδιάς για τη συμπαράστασή σου, κι αν καμιά φορά σου θύμωσα ή σ’έβρισα, συμπάθα με: όλοι όσοι με ξέρουν ξέρουνε πολύ καλά πως είμαι θυμωσιάρης …..Εσύ μη δώσεις σημασία, σε παρακαλώ, ακόμα και κει που σε βρίζω. Μη με αφήσεις να πέσω στη λήθη και μη-σε παρακαλώ- πεις για μένα ά σ η μ ο ς ο υ ρ γ ά τ η ς τ ι ς η ν, ακόμα κι αν το πιστεύεις…. » σ.515-516.
Συνεπώς για να τελειώνω, συμπερασματικά υποστηρίζω, ότι οι προσφωνήσεις δεν είναι ξεκομμένες εκφραστικές και ρητορικές προσκλήσεις ή προκλήσεις, ότι θέλετε διαβάζετε, περισσότερο δε, επικοινωνιακά τεχνάσματα του αφηγητή, αλλά αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο του αφηγηματικού υλικού.
Εμένα με κάλεσε στο συγγραφικό του σύμπαν και προσήλθα.
Μα τι είναι αυτό το βιβλίο; Για ποιο πράγμα μιλάει ο αφηγητής; Ποιος είναι αυτός ο Βικέντιος Καρμπονάρος;
Να ξεκαθαρίσω ότι εδώ δεν επιχειρώ μια αξιολόγηση του βιβλίου. Πρώτον, διότι ο συγγραφέας το απαγορεύει ρητά, “Απ’την άλλη πλευρά, πάλι…για να ξηγιόμαστε και να μην παρεξηγιόμαστε….επειδή εσύ και αυτός είσαστε φίλοι, δεν πα’να πει, φίλε, ότι γίνατε και συνεταίροι ή εσύ απέκτησες ξαφνικά δικαιώματα εξελεγκτικά πάνω στο έργο του. Σιγά, δηλαδή, τώρα μη σε ρωτήσει κιόλας να του πεις και αν κάνει καλά τη δουλειά του… αν με γνώσιν ορδινιάζει!....Και καλά κάνεις και έχεις, και έχε την! Απλώς, σου λέω και σου το τονίζω, μην έχεις την απαίτηση να σε ρωτήσει να του πεις αν κάνει καλά τη δουλειά του… αν με φρόνεψη πορεύγεται» σ.376, αν και αργότερα αναιρεί την άποψή του, όχι μία φορά αλλά δύο, «Γιατί , σ’το λέω και να το ξέρεις, η γνώμη σου μ’ενδιαφέρει και μ’ενδιαφέρει όχι μόνο για να ξέρω ότι σ’έχω ευχαριστημένο αλλά και για να μπορώ να σου πω κάποια στιγμή, όταν το κρίνω, ότι είμαι κι εγώ ευχαριστημένος» σ.384, «…αν επρόκειτο να τεθεί θέμα αυστηρής κριτικής αποτίμησης του κειμένου μου, πρώτος εγώ θα έσπευδα να μεμφθώ τις-συγγνωστές πάντως-αταξίες της γραφίδας μου…..τις μουντζαλιές της, για να το πω κάπως αλλιώς…κομμάτι πιο παραστατικά δηλαδή.» σ.276
Δεύτερον, στη λογοτεχνία δεν μπορεί να υπάρξει αξιολόγηση, διότι δεν υπάρχουν μετρήσιμα στοιχεία, ούτε μπορεί να να απoτιμηθεί η αποτελεσματικότητα ενός έργου με εργαλεία εμπορευματικών κριτηρίων.
Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι πρόκειται για ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Ναι, ναι, όπως το διαβάσατε. Είναι ένα βιβλίο για τον έρωτα και τη μνήμη. Ο αφηγητής ερωτεύεται και θυμάται. Τόσο απλά. Πρίν όμως απ’ αυτά, πριν μας αποκαλύψει ενθυμούμενος την ερωτική του ιστορία, είναι ερωτευμένος με τη γλώσσα. Όταν λοιπόν νοιώσει το γλωσσικό πάθος να ξεχειλίζει, η διέξοδος είναι η εκφραστική του απόδοση αποτυπωμένη στο βιβλίο «Ο Συνονόματος ή πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου». Υπάρχει, όμως, ο κίνδυνος ο αναγνώστης να χάσει την κεντρική ουσία της ιστορίας, διότι ο αφηγητής διαπραγματεύεται, ενδιαμέσως, κι άλλα ζητήματα όπως ο λόγος, η γλώσσα, η πτώση, η ιστορία, ο μαρξισμός, η ποίηση, που καταλαμβάνουν μεγάλη αφηγηματική έκταση στο βιβλίο. Αλλά σκέφτομαι πως είναι δυνατόν ένας συγγραφέας να γράψει ένα μυθιστόρημα - αν και ο συγγραφέας δεν δέχεται τον όρο «μυθιστόρημα» αλλά ιστορία, όμως παρακάτω, για άλλη μια φορά, αναιρεί τα λόγια του, γράφοντας «Δεν χρειάζεται, λέω, και θα συμφωνείς και συ …..στα μυθιστορήματα , λέω, δεν χρειάζεται να είμαστε να 'μαστε πάντα ούτε εξαιρετικά ακριβείς, αλλά ούτε και – για να το πω έτσι-φανατικά φιλαλήθεις» σ.375- για τη γλώσσα, το λόγο, το μαρξισμό; Τα ζητήματα αυτά δεν είναι διαπραγματεύσιμα αφηγηματικά. Μπορούν να είναι διεκπεραιωτικά της πλοκής, αλλά ποτέ δεν αποτελούν κεντρικό πυρήνα της αφηγηματικής τακτικής. Οι επιστημονικές και ιστορικές αναφορές παίζουν περιθωριακό ρόλο στην αφηγηματική λειτουργία και μάλλον αποτελούν ανάγκη του αφηγητή να απαλλαγεί από το ακαδημαϊκό τους βάρος. Οι αναφορές αυτές αποδυναμώνουν την πλοκή, η οποία όπως ομολογεί ο συγγραφέας είναι εντυπωσιακά υποτυπώδης, αλλά το απογειώνουν εκφραστικά, αφού αρκετές απ’αυτές αποτελούν μοναδικά λογοτεχνικά αξιώματα στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο έρωτας, για να το επαναλάβω, είναι το κεντρικό θέμα που διαπραγματεύεται ο συγγραφέας, προφανώς διότι είναι η κυρίαρχη ιδιότητα στην ανθρώπινη κατάσταση και γι’αυτό ανεξάντλητη σε έμπνευση.
Λίγα λόγια για το στόρυ του βιβλίου. Ο αφηγητής γράφει για τον έρωτά του με τη Λαουράνια, όνομα που της δίνει ο ίδιος στην πρώτη τους συνάντηση, από το Λάουρα και ουρανός, έρωτας που κρατάει περίπου οκτώ μήνες, παράλληλα δε, για τον έρωτα του Νταμιάνο με την Λαουράνια, που ξεκινά μερικούς μήνες μετά την διακοπή της σχέσης της με τον Βικέντιο, με χρονικά άλματα που τεμαχίζουν την αφήγηση, και απαιτούν την προσοχή και εγρήγορση του αναγνώστη, την επιστράτευση της αναγνωστικής εμπειρίας του, γεγονός που αποδεικνύεται από την αβλεψία του συγγραφέα ή του επιμελητή της έκδοσης, όσον αφορά τη χρονική περίοδο της άρνησής του στη Λαουράνια να επισκεφτούν μαζί τη Κέρκυρα το καλοκαίρι του 73 και όχι του 72, όπως αναφέρεται στη σελίδα 496, και κρατάει μέχρι τη χρονική στιγμή που ξεκινάει η αφήγηση.
Βέβαια υπάρχουν κι άλλες αφηγηματικές παρεμβάσεις στο βιβλίο, όπως προανέφερα, αλλά ο λόγος που γράφω αυτό το σημείωμα, είναι να δείξω ότι οι εμβόλιμες αυτές παρεμβάσεις, παρά την εκτενή αφηγηματική τους έκταση, δεν είναι ικανές να αποδυναμώσουν την κεντρική στόχευση του συγγραφέα.
Όταν θέλεις να μιλήσεις για έρωτα το γλωσσολογικό σου στήριγμα δεν μπορεί παρά να είναι η ποίηση. Μάλιστα δε, η ερωτική ποίηση. Τι καλύτερο, από το ομορφότερο ερωτικό ποίημα της ελληνικής λογοτεχνίας, τον «Ερωτόκριτο»; Ρωτόκριτο τον ονομάζει ο Βικέντιος Καρμπονάρος. Η στήριξη που δίνει το ποίημα αυτό στην αφηγηματική ερμηνεία του έρωτα του «συνονόματου» Βικέντιου με τον μεγάλο Ποιητή, είναι ουσιαστική για την διεκπεραίωση της αφηγηματικής λειτουργίας. Υποστηρικτικά ποιήματα και ποιητές αναφέρονται κι άλλα στη διήγηση, ας πούμε του Δάντη, που του αφιερώνεται ολόκληρο κεφάλαιο, με ερμηνευτικά σχόλια από τον παπα-Χαρίδημο Κοδεσποτίνη, αλλά όχι στην έκταση και επαναληπτικότητα των αναφορών του αφηγητή στον «Ερωτόκριτο».
Αφού χρησιμοποίησα το επιχείρημα της ποιητικής συνεισφοράς για να υποστηρίξω τη σκέψη μου, ας καταθέσω ένα άλλο κορυφαίο δείγμα της επιχειρηματολογίας μου, όσον αφορά την ομορφιά της αφήγησης, ωραία, ωραία λόγια να σου ανασταίνουν τα φρένα, σαν να τρως παντεσπάνι, όπως γράφει κάπου στο βιβλίου ο Έντυ, που δεν είναι άλλο από τη γλώσσα του αφηγητή. Η βαθύτατη ερωτική σχέση των πρωταγωνιστών δεν μπορεί να εκφραστεί παρά σε παραλληλία με τη βαθιά ερωτική σχέση του αφηγητή με τη γλώσσα. Η αγάπη του για την γλώσσα και η λεκτική της εκπροσώπηση, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, αν το θέμα με το οποίο συνδιαλέγεται δεν ήταν ερωτικό. Αυτή η σύζευξη μορφής και περιεχομένου, επιτυγχάνεται με μεγάλη επιτυχία, και είναι χαρακτηριστικό της πρωτοτυπίας του βιβλίου. Η ερωτική σχέση της ιστορίας βρίσκει την ερωτική της αποκορύφωση στην γλωσσική έκφραση. Ο έρωτας διαχέεται στη γλωσσική απεικόνιση, που κάποιες φορές φτάνει σε λεξιγραφικό οργασμό. Κορυφαίο παράδειγμα εκφραστικής ευδαιμονίας, η εκσπερμάτωση «πραγματική» και εκφραστική στη σκηνή με την Αγγελική Βολτέρρα σ.356-357, οι περιγραφές του βλέμματος της Λαουράνιας, ή της κ ο ρ ι τ σ ί λ α ς. Για να μην αναφέρω το δαιμόνιο κεφάλαιο, «Η χαρά της ζωής».
Βέβαια αυτή η σχέση είναι ανισομερής. Ο έρωτας για τη γλώσσα αποδεικνύεται βαθύτερος. Κι αυτό γιατί γνωρίζουμε τη Λαουράνια, όχι απ’αυτό που είναι σαν λογοτεχνικός χαρακτήρας, αλλά από την περιγραφή της. Η Λαουράνια σπάνια κινείται σαν λογοτεχνική περσόνα, πως άλλωστε θα ήταν δυνατόν; Περισσότερο ζωγραφίζεται λεκτικά, σαν μούσα και μοντέλο του δημιουργού, εικονογραφείται και τελικά, αγιοποιείται. Αλλά τι περιμένεις από έναν ερωτευμένο;
Ο «Συνονόματος» είναι ένα από τα σπάνια βιβλία που η γλώσσα του δεν είναι ξεκομμένη από το περιεχόμενό του. Και δεν νομίζω να υπάρχουν πολλά βιβλία να το καταφέρνουν, κι αν συμβαίνει αυτό προέρχεται από μεγάλους μάστορες του λόγου. Ας μην τους ονομάσω, γιατί θα θεωρηθεί προπέτεια να ορίζω ισοΰψή τον Βικέντιο Καρπονάρο με όσους «έχουν ανοίξει περικαλλείς ναούς του λόγου» στην ελληνική λογοτεχνία.
Δεν είπα, όμως, ποιος είναι ο Βικέντιος Καρμπονάρος. Μα δεν χρειάζεται εγώ για να τον συστήσω. Είναι γνωστός στους παροικούντες εν Ιερουσαλήμ. Ένα όμως θα σας πω. Είναι Ο λ υ μ π ι α κ ό ς. Αυτό τα λέει όλα.
Στο βιβλίο υπάρχουν ορισμένες αφηγηματικές ενότητες όπου η έμπνευση του συγγραφέα δεν είναι στις καλύτερες στιγμές της. Είναι στιγμές που νοιώθεις ότι ο αφηγητής θέλει να τα πει όλα. όσα συγκροτούν τον ορατό και αόρατο κόσμο του, μέσα σ’ένα βιβλίο.
Από την έκθεση της Λαουράνιας για το απόσπασμα του Όττο Γέσπερσεν από το βιβλίο του The Philosophy of Grammar, για τη σχέση που υφίσταται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη γλώσσα, στο αμφιθέατρο Τζοβάννι Πάσκολι, όπου το εξποζέ της κρίνεται από το αφηγητή, σαν π ρ ώ ι μ η ρ η τ ο ρ ι κ ή α σ υ δ ο σ ί α , σαν «λόγος που έσφυζε από ένα ορατό πλούτο γεροσύνης», και καλά κάνει και το γράφει, τον αγνωστικισμό, και τη γνώμη που είχε γι’αυτόν ο παππούς Φρειδερίκος Ένγκελς, δημοσιεύοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ουτοπικός Και Επιστημονικός Σοσιαλισμός, με τίτλο Η καλή και η κακή πουτίγκα, μεταφρασμένο από την αγγλική έκδοση του 1892, από τον επιμελητή του βιβλίου Γιώργο Κεντρωτή, μέχρι την Έκθεση του Κολιγιάννη, όχι του γραμματέα του Κ.Κ.Ε, αλλά του άλλου, του Θεόδωρου, παλιού φασίστα του Παλέρμου, που είχε συμμετάσχει ως «Εθνικός Σύμβουλος» του Συνδέσμου Ελλήνων Σπουδαστών Παλέρμου, σε κάποιο συνέδριο το 1969 κλπ., η παρεμβολή τόσων εξωκειμενικών μυθιστορηματικών παρεμβάσεων, αυτό το εφήμερο «διανοητικό χασομέρι», επιβαρύνει το κειμενικό περιβάλλον. Η καταγραφή τόσων λεπτομεριών, εξασθενίζει την αφήγηση, το κείμενο γίνεται ανιαρό, ας πούμε όταν ο Τόρι, ο «Δεύτερος Γοργίας», αφηγείται στον Νταμιάνο και την Λαουράνια την ιστορία της Λινγκουαγκλόσσα στο ξενοδοχείο Happy Day ή όταν ο Μπερλινκουέρ απαντά στις τρεις ερωτήσεις της Λαουράνιας.
Νοιώθεις ότι το αφηγηματικό κίνητρο του συγγραφέα, ο έρωτας του Βικέντιου και της Λαουράνιας, απομακρύνεται, όταν οι γνώσεις του συγγραφέα από την ακαδημαϊκή του πορεία αποκτούν μυθιστορηματική λειτουργία, χρησιμοποιούμενες με διαφορετικό ρόλο και στόχο από εκείνον που έχουν οριστεί να έχουν, σε μια προσπάθεια να αποτελέσουν μέρος της σκηνογραφίας της αφήγησης, να οριστούν ώς μέρος της ατμόσφαιρας της ιστορίας. Η φύση τους όμως, η επιστημονική και φιλοσοφική τους ιδιότητα, δεν βοηθά το λόγο για τον οποίο επελέγησαν.
Έκπληξη, επίσης, προκαλεί το βασικό πρόσωπο του μυθιστορήματος η Λαουράνια. Παρά την εξαντλητική περιγραφή της εξωτερικής της εμφάνισης, οι εξαίσιες αφηγηματικές σελίδες για το βλέμμα της, τα χείλη της, το αφτί της, τα μάτια της, τα θεσπέσια πόδια της, «ως κίονες ιωνικοί», δεν είναι επιθυμητή, δεν ολοκληρώνει ένα μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Διότι όταν ανοίξει το στόμα της είναι απωθητική. Μπορεί να ξέρει τον Γέσπερσεν, τον Λέρμοντοφ, τον Σολωμό, να γνωρίζει όλα τα μουσεία του Παλέρμου, να ξεναγεί τον Βικέντιο στο Εθνογραφικό Μουσείο Πιτρέ, στην Πινακοθήκη της Σύγχρονης Τέχνης, στο Περιφερειακό Αρχαιολογικό Μουσείο, κυρίως στο Παλάτσο Αμπατέλις, με τα γλυπτά του Φραντσέσκο Λαουράνα, να μιλάει στον Βικέντιο για τα έργα του Λαουράνα ή για την Annunziata του Αντονέλο Ντα Μεσίνα, να δίνει διαλέξεις, έστω με ρητορική ασυδοσία, αλλά δεν αποπνέει ερωτισμό. Παρόλο που ο λόγος της, είναι όπως γράφει ο Βικέντιος, η προσωποποίηση της υγείας του λόγου, το ακόρεστο τέρμα της δεινής υγείας του λόγου, ο τρόπος συνομιλίας της με τον Ντιαμάνο στην Αίθουσα Σαν Φραντσέσκο υπό το διακριτικό φως των κηρίων ή στο ξενοδοχείο Happy day, περισσότερο αποσπάσματα από σελίδες επιστημονικών βιβλίων θυμίζει, παρά μέρος ερωτικής επιθυμίας. Μια γλυκιά κουβέντα δεν ακούσαμε από το θεσπέσιο στοματάκι της. Μόνο αυτά τα λόγια, τα γλυκά, λέει στο Βικέντιο, «καλέ μου», «γλυκό μου, πεντάγλυκό μου αγόρι», «αγαπούλα μου», «αγόρι μου», και πέραν τούτου ουδέν. Εκτός κι αν θεωρηθεί το Κομμουνί, αν θυμάμαι καλά τη λέξη, γλυκόλογο. Άσε που είναι μια εγωίστρια, που όμοιά της δεν έχει παρουσιαστεί στην λογοτεχνική ιστορία. Να διώχνει τον καημένο τον Βικέντιο από το κρεβάτι, μετά την ερωτική πράξη, να του ανακοινώνει δηλαδή, ότι «Από απόψε κιόλας εσύ θα κοιμάσαι εκεί!» με τεντωμένο τον γνωστό δείχτη-μουσκεμένον ακόμα μπροστά στο νύχι-εκσκαφέα- «από τα καυτά μέσα νερά», συστήνοντας του τον καναπέ του άλλου δωματίου, όταν της ανακοινώνει ότι δεν θα πάνε μαζί διακοπές στην Κέρκυρα.
Ακόμα τα αφηγηματικά τεχνάσματα, τα τρυκ για να συνεννοούμαστε, που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι τα αδύνατα σημεία του βιβλίου. Ο ισχυρισμός στον πρόλογο, ότι συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Βικέντιος Καρμπονάρος και επιμελητής του βιβλίου ο Γιώργος Κεντρωτής, καταρρίπτεται, αν κάποιος γνωρίζει τα γραπτά και την δημόσια παρουσία του δεύτερου. Οριστικό και αμετάκλητο. Ο Βικέντιος Καρμπονάρος και ο Γιώργος Κεντρωτής είναι το ίδιο πρόσωπο. Μην πω ότι και η Λαουράνια είναι το ίδιο πρόσωπο και θεωρηθώ υπερβολικός. Κάτι ψελλίζει γι’αυτό ο Βικέντιος αλλά ας το αφήσουμε.
Η αναφορά στην αλήθεια και το ψεύδος. Η προσπάθεια του Βικέντιου Καρμπονάρου να «μυθιστορηματοποιήσει», να δώσει μυθιστορηματικό εύρος στις δύο διατριβές του Ιερού Αυγουστίνου σχετικές με το ψέμα: De Mendacio, δηλαδή Περί Ψεύδους, και Contra Mendacium, ήτοι Κατά του Ψεύδους τις οποίες εκ των πραγμάτων φαίνεται να υιοθετεί, πέφτει στο κενό. Στο μυθιστόρημα δεν ενδιαφέρει η αλήθεια ή το ψέμα, ούτε αν υπάρχει Λαουράνια, Νταμιάνο, Βικέντιος, Βολτέρρα κλπ. Είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν στην πραγματική ζωή δεν μας ενδιαφέρει. Υπάρχουν ως μυθιστορηματικά πρόσωπα κι αυτό μας φτάνει. Αυτό που ενδιαφέρει την λογοτεχνία είναι, αυτό που είναι αναγκαίο να ειπωθεί, να ειπωθεί καλά. Δηλαδή η οικουμενικότητα του θέματος και ικανότητα του συγγραφέα να διηγηθεί. Όλα τ’άλλα είναι βιταμινούχα αφηγηματικά βοηθήματα που υποκαθιστούν, προσωρινά, την ανεπάρκεια του συγγραφέα.
Ενδιαφέρον έχει στο βιβλίο η αμηχανία του συγγραφέα να επικολλήσει θεωρητικά ζητήματα στη ροή της αφήγησης. Επειδή τα σχήματα αυτά δεν τα πάνε καλά με την λογοτεχνία, ακόμα και στα κλασικά έργα, ο συγγραφέας αποτυγχάνει να τα εντάξει στο αφηγηματικό σχέδιο, με ένα τρόπο που να δικαιολογούν την παρουσία τους. Έτσι όπως παρουσιάζονται φαίνονται ξεκομμένα και καμιά φορά αυθαίρετα πχ την στιγμή που ο Νταμιάνο με την Λαουράνια δίνουν το μεγάλο φιλί τους στο δωμάτιο του ξενοδοχείου «Happy day», ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ο Τόρι με το ουκρανέζικο τσάι και αρχίζει να διηγείται την ιστορία της Λινγκουαγκλόσα, εκδηλωτικά της αδυναμίας του συγγραφέα να διαχειριστεί το υλικό το οποίο έχει επιλέξει να τοποθετήσει στο corpus της ιστορίας.
Οι λεκτικές υπερβολές του αφηγητή, ο οποίος την βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας την εκτοξεύει σε αφηγηματικά ύψη, ως τον Καύκασο του λόγου, έχει σαν αποτέλεσμα αυτή η αυτάρκεια της γνώσης, να οδηγεί σε μια αλαζονική αντιμετώπιση της αφηγηματικής τεχνικής, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε μπροστά σε λεκτικές υπερβάσεις της αναγνωστικής νομιμότητας, όπως στην περιγραφή της κ ο ρ ι τ σ ί λ α ς, της Λαουράνιας, φτάνοντας στο ανεκδιήγητο ρήμα υπερκατακεράννυμαι, «έ σ τ ο ν τ α ς στην κορύφωση μιας ερωτικής επαφής» με την Ανζελίκ, που εκτός από αμηχανία και έκπληξη, θυμηδία μπορεί να προκαλέσει.
Αυτάααααα!
"Βικέντιος Καρμπονάρος
Ο συνονόματος
ή Πέφτονας στο κάθετο ρήγμα του λόγου"
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Εκδόσεις "Τυπωθήτω" 2007
https://spirospv.blogspot.gr/2014/10/blog-post_17.html
https://spirospv.blogspot.gr/2014/10/blog-post_20.html
https://spirospv.blogspot.gr/2014/10/blog-post_24.html
Με το «Συνονόματο» έχω ανοιχτούς λογαριασμούς από παλιά. Έλεγα πάντα να γράψω γι’αυτό το βιβλίο. Μα δυσκολεύομαι τόσο πολύ στην λεκτική έκφραση των εντυπώσεών μου, ειδικά όταν προέρχονται από την αναγνωστική απόλαυση που μου προσφέρει ένα λογοτεχνικό έργο, στην προκειμένη περίπτωση το βιβλίο του Βικέντιου Καρμπονάρου, που αδυνατώ να σύρω(άκου να σύρω!) δυο γραμμές στο χαρτί. Τις τελευταίες μέρες ξαναδιάβασα το βιβλίο και είπα: «Δεν γίνεται Σπυράκο, γράψε για το βιβλίο, γιατί θα σκάσεις, κι ό,τι βγει.». Όπερ και εγένετο.
Από την πρώτη ανάγνωση κατάλαβα, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ένα βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας, αντιλαμβανόμενος τις δυσκολίες που θα συναντήσει ο αναγνώστης κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, επιχειρεί να επικοινωνήσει μαζί του, χρησιμοποιώντας διάφορες λεκτικές προσφωνήσεις, ώστε να διατηρήσει το ενδιαφέρον του, γνωρίζοντας πως ο αναγνώστης προσέρχεται σ’αυτή την πρωτόγνωρη κειμενική ατμόσφαιρα με εφόδια τα οποία μπορεί ν’ αποδειχθούν άκαπνα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το βιβλίο στην τύχη του, δηλαδή στο ράφι. Διότι «Ο Συνονόματος ή Πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου» είναι ένα βιβλίο που διαβάζοντάς το με τις αναγνωστικές συνήθειες που κουβαλάς από προηγούμενες αφηγηματικές προσεγγίσεις, νιώθεις άβολα, δυσκολεύεσαι να προσαρμοστείς. Αργότερα και όσο προχωρά η ανάγνωση, όταν πια νοιώσεις ασφάλεια και αφεθείς σ’αυτό το λεκτικό ταξίδι της γλώσσας, χρειάζεσαι ζώνη ασφαλείας για να μην απογειωθείς. Αλλά γι’αυτό αργότερα.
Γιατί όμως μετά από επτά χρόνια από τότε που πρωτοδιάβασα το βιβλίο αποφασίζω σήμερα να γράψω γι’αυτό; Δεν είναι αρκετός χρόνος από τότε που εκδόθηκε, το βιβλίο δεν «πάλιωσε», ειδικά τώρα που τα βιβλία έχουν ημερομηνία λήξης; Ρίξτε μια ματιά γύρω σας, τα βιβλία καταναλώνονται σε ρυθμούς fast-food. Αλλά εμένα δεν με ενδιαφέρει, ούτε νοιάζομαι. Τα βιβλία γράφονται για να αντέχουν στο χρόνο, να αντιστέκονται στη φθορά της πραγματικότητας, στη λήθη, στους ρυθμούς και τις προτεραιότητες, άνωθεν επιβαλλόμενες. Ένα απ’αυτά τα λίγα βιβλία που αντέχουν στη ραφίλα είναι ο «Ο Συνονόματος ή Πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου».
Μα γιατί τώρα και όχι χθες ή αύριο. Εν τάξει, θα σας αποκαλύψω ένα μικρό, τόσο δα, μυστικό. Είταν μέσα προς τέλη Οκτώβρη του 1972, καλή ώρα σαν τις μέρες μας, πριν σαράντα δύο χρόνια, που αρχίζει η ολιγόμηνη ερωτική ιστορία του Βικέντιου και της Λαουράνιας. Αλλά μέχρις εδώ. Δεν θα επεκταθώ περισσότερο.
Σ’αυτό το «προλογικό», ας πούμε, σημείωμα, θα αναφερθώ στην έκπληξη που μου προκάλεσε, η ανάγκη του αφηγητή να πλησιάσει, μέσω των πολλαπλών λεκτικών επικλητικών αναφορών, τον αναγνώστη(προσέξτε ΜΟΝΟ τον αναγνώστη, αγαπητή μου αναγνώστρια) κατά τη διάρκεια της αφήγησης του. Γεγονός που συμβαίνει, απ’όσο γνωρίζω, με τις ελλιπείς γνώσεις μου σε προτεραιότητα, για πρώτη φορά σε μυθιστόρημα. Αν υπάρχει κι άλλο, ας με διορθώσει κάποιος.
Στις εκατόν οκτώ προσφωνήσεις που σημείωσα, υποψιάζομαι ότι θα υπάρχουν κι άλλες που δεν πρόσεξα -θα μπορούσα βέβαια να σκανάρω το βιβλίο, να το αποθηκεύσω σε pdf ή σε word με το ABBYY, και μετά στην αναζήτηση γράφοντας την λέξη που με ενδιαφέρει, να βρω τον ακριβή αριθμό, αλλά ποιος κάθεται τώρα να κάνει αυτή τη δουλειά, αν υπάρχει κάποιος που είναι περισσότερο υπομονετικός, ας προσφέρει την δική του καταγραφή, η επιμέλεια άλλωστε επιβραβεύεται-οι οποίες δεν είναι αρκετές να αλλοιώσουν το δείγμα που παρουσιάζω, κυρίαρχη θέση κατέχει η προσφώνηση «φίλε αναγνώστη» με 26 επαναλήψεις, δείγμα πως ο αφηγητής προσπαθεί να κρατηθεί σε κάποια ουδέτερη, επαγγελματική σχέση, οχ! από τον αναγνώστη, αν και αρκετές φορές δεν τα καταφέρνει. Αυτό σαν υποσημείωση.
Εδώ να σημειώσω ότι περιλαμβάνονται στο σύνολο και οι ελάχιστες επικλητικές προσφωνήσεις του επιμελητή του βιβλίου κ. Γιώργου Κεντρωτή.
Οι προσφωνήσεις, όσες κατάφερα, επαναλαμβάνω, να συγκεντρώσω είναι οι εξής:
Με αλφαβητική σειρά(εδώ με βοήθησε σημαντικά το Excel).
*Δίπλα αναφέρεται ο αριθμός της σελίδας
dear reader 461
bel ami 364
Αναγνώστη 173
αναγνώστη μου 98
αγαπητέ αναγνώστη 21,226
αγαπητέ μου φίλε 294
αγαπητέ μου φίλε αναγνώστη
αγαπητέ μου142
αγαπητέ φίλε, αδελφικέ μου φίλε αναγνώστη 444
αγαπητέ φίλε, αδελφικέ φίλε αναγνώστη 443
ακριβέ μου σύντροφε αναγνώστη 294
αναγνώστη 148,173,294,295,327
αναγνώστη καλέ 358
αναγνώστη μου καλέ 61,95
αναγνώστη φίλε 99
αναγνώστη μου φίνε 211
γκαρδιακέ μου φίλε αναγνώστη 448
εκλεκτέ φίλε αναγνώστη 97
καλέ μου 135
καλέ μου αδιάκριτε αναγνώστη 376
καλέ μου άνθρωπε 445
καλέ μου και ευγενικά υπομονετικέ μου φίλε
καλέ μου φίλε 455,465
καλέ μου φίλε και αναγνώστη 476
καλό μου φίλο 350 καχύποπτε Έλληνα 496
κύριε αναγνώστη 384,448
μαλάκα, αι μαλάκα 468
παλιομαλάκα μου 468
ρε αδερφέ 282
ρε παλιόφιλε αναγνώστη 468
ρε φίλε 282,490
σύντροφε αναγνώστη 492
υπομονετικέ μου αναγνώστη 94
φιλαράκο 264
φίλε 51,296,476,480,446,467 φίλε αναγνώστη 103,116,118,119,121,135,190,195,207,294,351,353,375,388,396,482,486,489,492,412,419,421(δύο φορές),440,470,479
φίλε αναγνώστη τόσο ευγενικέ και υπομονετικέ
φίλε και αδερφέ μου αναγνώστη άνθρωπε θαυμάσιε και υπομονετικέ 431
φίλε και σύντροφε αναγνώστη 411
φίλε καλέ 490
φίλε καλέ αναγνώστη 286,512
φίλε καλέ και ανεκτικέ και υπερπολύτιμε αναγνώστη 455
φίλε μου αθώε και αφελέστατε 449
φίλε μου αναγνώστη 57,77,81,95(δύο φορές),171,272,481
φίλε μου ανεκτικέ αναγνώστη 375
φίλε μου καλέ 450
φίλε μου καλέ και συγκινητικέ 471
φίλτατε 469,478,499
φίλτατε αναγνώστη 102,244,231,278,116(δύο φορές)
φίλτατέ μου αναγνώστη 479
φίλτατο αναγνώστη 116(δύο φορές)
Από τον παραπάνω κατάλογο φαίνεται η ανάγκη του συγγραφέα να απευθυνθεί μ’ένα τρόπο οικείο στον κόσμο που διαβάζει το βιβλίο, αποκλείοντας για έναν ανεξήγητο λόγο τις αναγνώστριες από το εν δυνάμει κοινό της ανάγνωσης. Η επίκληση του συγγραφέα στον αναγνώστη, εκτός από την προσπάθεια του να αποδείξει την συμμετοχική παρουσία του στη συγγραφική δημιουργία, η αναγνώριση εκ μέρους του, πως αυτόν έχει διαρκώς στο μυαλό του, και όχι ένα ιδεατό κοινό, ότι δίχως αυτόν διαρκώς παρόντα δεν θα μπορούσε να γράψει το βιβλίο, πως η παρουσία του είναι που δίνει διέξοδο στα αφηγηματικά αδιέξοδα, ανακοινώνεται δημόσια με τις προσφωνήσεις που παρουσίασα παραπάνω. Πως να ερμηνευτεί η μετάβαση από το «φίλε και αδερφέ μου αναγνώστη άνθρωπε θαυμάσιε και υπομονετικέ» στο «μαλάκα, αι μαλάκα» αν όχι σαν καταλυτική επίδραση του αναγνώστη στην αφηγηματική δημιουργία; Κρίνει σκόπιμο, λοιπόν, με αυτή τη λεκτική παγαποντιά να δείξει ότι δεν βαδίζει μόνος του, αλλά χρειάζεται τη βοήθεια του αναγνώστη, την προσοχή του, τις ενστάσεις του, φοβούμενος ότι θα τον εγκαταλείψει, πριν αποκαλύψει ολοκληρωμένο το συγγραφικό του σύμπαν. Αυτή τη συμμετοχή του αναγνώστη την επιβραβεύει στο τέλος του βιβλίου με τα εξής λόγια: «Χαίρε!.....Χαίρε! και πάλι χαίρε! Σ’ευχαριστώ από καρδιάς για τη συμπαράστασή σου, κι αν καμιά φορά σου θύμωσα ή σ’έβρισα, συμπάθα με: όλοι όσοι με ξέρουν ξέρουνε πολύ καλά πως είμαι θυμωσιάρης …..Εσύ μη δώσεις σημασία, σε παρακαλώ, ακόμα και κει που σε βρίζω. Μη με αφήσεις να πέσω στη λήθη και μη-σε παρακαλώ- πεις για μένα ά σ η μ ο ς ο υ ρ γ ά τ η ς τ ι ς η ν, ακόμα κι αν το πιστεύεις…. » σ.515-516.
Συνεπώς για να τελειώνω, συμπερασματικά υποστηρίζω, ότι οι προσφωνήσεις δεν είναι ξεκομμένες εκφραστικές και ρητορικές προσκλήσεις ή προκλήσεις, ότι θέλετε διαβάζετε, περισσότερο δε, επικοινωνιακά τεχνάσματα του αφηγητή, αλλά αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο του αφηγηματικού υλικού.
Εμένα με κάλεσε στο συγγραφικό του σύμπαν και προσήλθα.
Μα τι είναι αυτό το βιβλίο; Για ποιο πράγμα μιλάει ο αφηγητής; Ποιος είναι αυτός ο Βικέντιος Καρμπονάρος;
Να ξεκαθαρίσω ότι εδώ δεν επιχειρώ μια αξιολόγηση του βιβλίου. Πρώτον, διότι ο συγγραφέας το απαγορεύει ρητά, “Απ’την άλλη πλευρά, πάλι…για να ξηγιόμαστε και να μην παρεξηγιόμαστε….επειδή εσύ και αυτός είσαστε φίλοι, δεν πα’να πει, φίλε, ότι γίνατε και συνεταίροι ή εσύ απέκτησες ξαφνικά δικαιώματα εξελεγκτικά πάνω στο έργο του. Σιγά, δηλαδή, τώρα μη σε ρωτήσει κιόλας να του πεις και αν κάνει καλά τη δουλειά του… αν με γνώσιν ορδινιάζει!....Και καλά κάνεις και έχεις, και έχε την! Απλώς, σου λέω και σου το τονίζω, μην έχεις την απαίτηση να σε ρωτήσει να του πεις αν κάνει καλά τη δουλειά του… αν με φρόνεψη πορεύγεται» σ.376, αν και αργότερα αναιρεί την άποψή του, όχι μία φορά αλλά δύο, «Γιατί , σ’το λέω και να το ξέρεις, η γνώμη σου μ’ενδιαφέρει και μ’ενδιαφέρει όχι μόνο για να ξέρω ότι σ’έχω ευχαριστημένο αλλά και για να μπορώ να σου πω κάποια στιγμή, όταν το κρίνω, ότι είμαι κι εγώ ευχαριστημένος» σ.384, «…αν επρόκειτο να τεθεί θέμα αυστηρής κριτικής αποτίμησης του κειμένου μου, πρώτος εγώ θα έσπευδα να μεμφθώ τις-συγγνωστές πάντως-αταξίες της γραφίδας μου…..τις μουντζαλιές της, για να το πω κάπως αλλιώς…κομμάτι πιο παραστατικά δηλαδή.» σ.276
Δεύτερον, στη λογοτεχνία δεν μπορεί να υπάρξει αξιολόγηση, διότι δεν υπάρχουν μετρήσιμα στοιχεία, ούτε μπορεί να να απoτιμηθεί η αποτελεσματικότητα ενός έργου με εργαλεία εμπορευματικών κριτηρίων.
Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι πρόκειται για ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Ναι, ναι, όπως το διαβάσατε. Είναι ένα βιβλίο για τον έρωτα και τη μνήμη. Ο αφηγητής ερωτεύεται και θυμάται. Τόσο απλά. Πρίν όμως απ’ αυτά, πριν μας αποκαλύψει ενθυμούμενος την ερωτική του ιστορία, είναι ερωτευμένος με τη γλώσσα. Όταν λοιπόν νοιώσει το γλωσσικό πάθος να ξεχειλίζει, η διέξοδος είναι η εκφραστική του απόδοση αποτυπωμένη στο βιβλίο «Ο Συνονόματος ή πέφτοντας στο κάθετο ρήγμα του λόγου». Υπάρχει, όμως, ο κίνδυνος ο αναγνώστης να χάσει την κεντρική ουσία της ιστορίας, διότι ο αφηγητής διαπραγματεύεται, ενδιαμέσως, κι άλλα ζητήματα όπως ο λόγος, η γλώσσα, η πτώση, η ιστορία, ο μαρξισμός, η ποίηση, που καταλαμβάνουν μεγάλη αφηγηματική έκταση στο βιβλίο. Αλλά σκέφτομαι πως είναι δυνατόν ένας συγγραφέας να γράψει ένα μυθιστόρημα - αν και ο συγγραφέας δεν δέχεται τον όρο «μυθιστόρημα» αλλά ιστορία, όμως παρακάτω, για άλλη μια φορά, αναιρεί τα λόγια του, γράφοντας «Δεν χρειάζεται, λέω, και θα συμφωνείς και συ …..στα μυθιστορήματα , λέω, δεν χρειάζεται να είμαστε να 'μαστε πάντα ούτε εξαιρετικά ακριβείς, αλλά ούτε και – για να το πω έτσι-φανατικά φιλαλήθεις» σ.375- για τη γλώσσα, το λόγο, το μαρξισμό; Τα ζητήματα αυτά δεν είναι διαπραγματεύσιμα αφηγηματικά. Μπορούν να είναι διεκπεραιωτικά της πλοκής, αλλά ποτέ δεν αποτελούν κεντρικό πυρήνα της αφηγηματικής τακτικής. Οι επιστημονικές και ιστορικές αναφορές παίζουν περιθωριακό ρόλο στην αφηγηματική λειτουργία και μάλλον αποτελούν ανάγκη του αφηγητή να απαλλαγεί από το ακαδημαϊκό τους βάρος. Οι αναφορές αυτές αποδυναμώνουν την πλοκή, η οποία όπως ομολογεί ο συγγραφέας είναι εντυπωσιακά υποτυπώδης, αλλά το απογειώνουν εκφραστικά, αφού αρκετές απ’αυτές αποτελούν μοναδικά λογοτεχνικά αξιώματα στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο έρωτας, για να το επαναλάβω, είναι το κεντρικό θέμα που διαπραγματεύεται ο συγγραφέας, προφανώς διότι είναι η κυρίαρχη ιδιότητα στην ανθρώπινη κατάσταση και γι’αυτό ανεξάντλητη σε έμπνευση.
Λίγα λόγια για το στόρυ του βιβλίου. Ο αφηγητής γράφει για τον έρωτά του με τη Λαουράνια, όνομα που της δίνει ο ίδιος στην πρώτη τους συνάντηση, από το Λάουρα και ουρανός, έρωτας που κρατάει περίπου οκτώ μήνες, παράλληλα δε, για τον έρωτα του Νταμιάνο με την Λαουράνια, που ξεκινά μερικούς μήνες μετά την διακοπή της σχέσης της με τον Βικέντιο, με χρονικά άλματα που τεμαχίζουν την αφήγηση, και απαιτούν την προσοχή και εγρήγορση του αναγνώστη, την επιστράτευση της αναγνωστικής εμπειρίας του, γεγονός που αποδεικνύεται από την αβλεψία του συγγραφέα ή του επιμελητή της έκδοσης, όσον αφορά τη χρονική περίοδο της άρνησής του στη Λαουράνια να επισκεφτούν μαζί τη Κέρκυρα το καλοκαίρι του 73 και όχι του 72, όπως αναφέρεται στη σελίδα 496, και κρατάει μέχρι τη χρονική στιγμή που ξεκινάει η αφήγηση.
Βέβαια υπάρχουν κι άλλες αφηγηματικές παρεμβάσεις στο βιβλίο, όπως προανέφερα, αλλά ο λόγος που γράφω αυτό το σημείωμα, είναι να δείξω ότι οι εμβόλιμες αυτές παρεμβάσεις, παρά την εκτενή αφηγηματική τους έκταση, δεν είναι ικανές να αποδυναμώσουν την κεντρική στόχευση του συγγραφέα.
Όταν θέλεις να μιλήσεις για έρωτα το γλωσσολογικό σου στήριγμα δεν μπορεί παρά να είναι η ποίηση. Μάλιστα δε, η ερωτική ποίηση. Τι καλύτερο, από το ομορφότερο ερωτικό ποίημα της ελληνικής λογοτεχνίας, τον «Ερωτόκριτο»; Ρωτόκριτο τον ονομάζει ο Βικέντιος Καρμπονάρος. Η στήριξη που δίνει το ποίημα αυτό στην αφηγηματική ερμηνεία του έρωτα του «συνονόματου» Βικέντιου με τον μεγάλο Ποιητή, είναι ουσιαστική για την διεκπεραίωση της αφηγηματικής λειτουργίας. Υποστηρικτικά ποιήματα και ποιητές αναφέρονται κι άλλα στη διήγηση, ας πούμε του Δάντη, που του αφιερώνεται ολόκληρο κεφάλαιο, με ερμηνευτικά σχόλια από τον παπα-Χαρίδημο Κοδεσποτίνη, αλλά όχι στην έκταση και επαναληπτικότητα των αναφορών του αφηγητή στον «Ερωτόκριτο».
Αφού χρησιμοποίησα το επιχείρημα της ποιητικής συνεισφοράς για να υποστηρίξω τη σκέψη μου, ας καταθέσω ένα άλλο κορυφαίο δείγμα της επιχειρηματολογίας μου, όσον αφορά την ομορφιά της αφήγησης, ωραία, ωραία λόγια να σου ανασταίνουν τα φρένα, σαν να τρως παντεσπάνι, όπως γράφει κάπου στο βιβλίου ο Έντυ, που δεν είναι άλλο από τη γλώσσα του αφηγητή. Η βαθύτατη ερωτική σχέση των πρωταγωνιστών δεν μπορεί να εκφραστεί παρά σε παραλληλία με τη βαθιά ερωτική σχέση του αφηγητή με τη γλώσσα. Η αγάπη του για την γλώσσα και η λεκτική της εκπροσώπηση, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, αν το θέμα με το οποίο συνδιαλέγεται δεν ήταν ερωτικό. Αυτή η σύζευξη μορφής και περιεχομένου, επιτυγχάνεται με μεγάλη επιτυχία, και είναι χαρακτηριστικό της πρωτοτυπίας του βιβλίου. Η ερωτική σχέση της ιστορίας βρίσκει την ερωτική της αποκορύφωση στην γλωσσική έκφραση. Ο έρωτας διαχέεται στη γλωσσική απεικόνιση, που κάποιες φορές φτάνει σε λεξιγραφικό οργασμό. Κορυφαίο παράδειγμα εκφραστικής ευδαιμονίας, η εκσπερμάτωση «πραγματική» και εκφραστική στη σκηνή με την Αγγελική Βολτέρρα σ.356-357, οι περιγραφές του βλέμματος της Λαουράνιας, ή της κ ο ρ ι τ σ ί λ α ς. Για να μην αναφέρω το δαιμόνιο κεφάλαιο, «Η χαρά της ζωής».
Βέβαια αυτή η σχέση είναι ανισομερής. Ο έρωτας για τη γλώσσα αποδεικνύεται βαθύτερος. Κι αυτό γιατί γνωρίζουμε τη Λαουράνια, όχι απ’αυτό που είναι σαν λογοτεχνικός χαρακτήρας, αλλά από την περιγραφή της. Η Λαουράνια σπάνια κινείται σαν λογοτεχνική περσόνα, πως άλλωστε θα ήταν δυνατόν; Περισσότερο ζωγραφίζεται λεκτικά, σαν μούσα και μοντέλο του δημιουργού, εικονογραφείται και τελικά, αγιοποιείται. Αλλά τι περιμένεις από έναν ερωτευμένο;
Ο «Συνονόματος» είναι ένα από τα σπάνια βιβλία που η γλώσσα του δεν είναι ξεκομμένη από το περιεχόμενό του. Και δεν νομίζω να υπάρχουν πολλά βιβλία να το καταφέρνουν, κι αν συμβαίνει αυτό προέρχεται από μεγάλους μάστορες του λόγου. Ας μην τους ονομάσω, γιατί θα θεωρηθεί προπέτεια να ορίζω ισοΰψή τον Βικέντιο Καρπονάρο με όσους «έχουν ανοίξει περικαλλείς ναούς του λόγου» στην ελληνική λογοτεχνία.
Δεν είπα, όμως, ποιος είναι ο Βικέντιος Καρμπονάρος. Μα δεν χρειάζεται εγώ για να τον συστήσω. Είναι γνωστός στους παροικούντες εν Ιερουσαλήμ. Ένα όμως θα σας πω. Είναι Ο λ υ μ π ι α κ ό ς. Αυτό τα λέει όλα.
Στο βιβλίο υπάρχουν ορισμένες αφηγηματικές ενότητες όπου η έμπνευση του συγγραφέα δεν είναι στις καλύτερες στιγμές της. Είναι στιγμές που νοιώθεις ότι ο αφηγητής θέλει να τα πει όλα. όσα συγκροτούν τον ορατό και αόρατο κόσμο του, μέσα σ’ένα βιβλίο.
Από την έκθεση της Λαουράνιας για το απόσπασμα του Όττο Γέσπερσεν από το βιβλίο του The Philosophy of Grammar, για τη σχέση που υφίσταται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη γλώσσα, στο αμφιθέατρο Τζοβάννι Πάσκολι, όπου το εξποζέ της κρίνεται από το αφηγητή, σαν π ρ ώ ι μ η ρ η τ ο ρ ι κ ή α σ υ δ ο σ ί α , σαν «λόγος που έσφυζε από ένα ορατό πλούτο γεροσύνης», και καλά κάνει και το γράφει, τον αγνωστικισμό, και τη γνώμη που είχε γι’αυτόν ο παππούς Φρειδερίκος Ένγκελς, δημοσιεύοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ουτοπικός Και Επιστημονικός Σοσιαλισμός, με τίτλο Η καλή και η κακή πουτίγκα, μεταφρασμένο από την αγγλική έκδοση του 1892, από τον επιμελητή του βιβλίου Γιώργο Κεντρωτή, μέχρι την Έκθεση του Κολιγιάννη, όχι του γραμματέα του Κ.Κ.Ε, αλλά του άλλου, του Θεόδωρου, παλιού φασίστα του Παλέρμου, που είχε συμμετάσχει ως «Εθνικός Σύμβουλος» του Συνδέσμου Ελλήνων Σπουδαστών Παλέρμου, σε κάποιο συνέδριο το 1969 κλπ., η παρεμβολή τόσων εξωκειμενικών μυθιστορηματικών παρεμβάσεων, αυτό το εφήμερο «διανοητικό χασομέρι», επιβαρύνει το κειμενικό περιβάλλον. Η καταγραφή τόσων λεπτομεριών, εξασθενίζει την αφήγηση, το κείμενο γίνεται ανιαρό, ας πούμε όταν ο Τόρι, ο «Δεύτερος Γοργίας», αφηγείται στον Νταμιάνο και την Λαουράνια την ιστορία της Λινγκουαγκλόσσα στο ξενοδοχείο Happy Day ή όταν ο Μπερλινκουέρ απαντά στις τρεις ερωτήσεις της Λαουράνιας.
Νοιώθεις ότι το αφηγηματικό κίνητρο του συγγραφέα, ο έρωτας του Βικέντιου και της Λαουράνιας, απομακρύνεται, όταν οι γνώσεις του συγγραφέα από την ακαδημαϊκή του πορεία αποκτούν μυθιστορηματική λειτουργία, χρησιμοποιούμενες με διαφορετικό ρόλο και στόχο από εκείνον που έχουν οριστεί να έχουν, σε μια προσπάθεια να αποτελέσουν μέρος της σκηνογραφίας της αφήγησης, να οριστούν ώς μέρος της ατμόσφαιρας της ιστορίας. Η φύση τους όμως, η επιστημονική και φιλοσοφική τους ιδιότητα, δεν βοηθά το λόγο για τον οποίο επελέγησαν.
Έκπληξη, επίσης, προκαλεί το βασικό πρόσωπο του μυθιστορήματος η Λαουράνια. Παρά την εξαντλητική περιγραφή της εξωτερικής της εμφάνισης, οι εξαίσιες αφηγηματικές σελίδες για το βλέμμα της, τα χείλη της, το αφτί της, τα μάτια της, τα θεσπέσια πόδια της, «ως κίονες ιωνικοί», δεν είναι επιθυμητή, δεν ολοκληρώνει ένα μυθιστορηματικό χαρακτήρα. Διότι όταν ανοίξει το στόμα της είναι απωθητική. Μπορεί να ξέρει τον Γέσπερσεν, τον Λέρμοντοφ, τον Σολωμό, να γνωρίζει όλα τα μουσεία του Παλέρμου, να ξεναγεί τον Βικέντιο στο Εθνογραφικό Μουσείο Πιτρέ, στην Πινακοθήκη της Σύγχρονης Τέχνης, στο Περιφερειακό Αρχαιολογικό Μουσείο, κυρίως στο Παλάτσο Αμπατέλις, με τα γλυπτά του Φραντσέσκο Λαουράνα, να μιλάει στον Βικέντιο για τα έργα του Λαουράνα ή για την Annunziata του Αντονέλο Ντα Μεσίνα, να δίνει διαλέξεις, έστω με ρητορική ασυδοσία, αλλά δεν αποπνέει ερωτισμό. Παρόλο που ο λόγος της, είναι όπως γράφει ο Βικέντιος, η προσωποποίηση της υγείας του λόγου, το ακόρεστο τέρμα της δεινής υγείας του λόγου, ο τρόπος συνομιλίας της με τον Ντιαμάνο στην Αίθουσα Σαν Φραντσέσκο υπό το διακριτικό φως των κηρίων ή στο ξενοδοχείο Happy day, περισσότερο αποσπάσματα από σελίδες επιστημονικών βιβλίων θυμίζει, παρά μέρος ερωτικής επιθυμίας. Μια γλυκιά κουβέντα δεν ακούσαμε από το θεσπέσιο στοματάκι της. Μόνο αυτά τα λόγια, τα γλυκά, λέει στο Βικέντιο, «καλέ μου», «γλυκό μου, πεντάγλυκό μου αγόρι», «αγαπούλα μου», «αγόρι μου», και πέραν τούτου ουδέν. Εκτός κι αν θεωρηθεί το Κομμουνί, αν θυμάμαι καλά τη λέξη, γλυκόλογο. Άσε που είναι μια εγωίστρια, που όμοιά της δεν έχει παρουσιαστεί στην λογοτεχνική ιστορία. Να διώχνει τον καημένο τον Βικέντιο από το κρεβάτι, μετά την ερωτική πράξη, να του ανακοινώνει δηλαδή, ότι «Από απόψε κιόλας εσύ θα κοιμάσαι εκεί!» με τεντωμένο τον γνωστό δείχτη-μουσκεμένον ακόμα μπροστά στο νύχι-εκσκαφέα- «από τα καυτά μέσα νερά», συστήνοντας του τον καναπέ του άλλου δωματίου, όταν της ανακοινώνει ότι δεν θα πάνε μαζί διακοπές στην Κέρκυρα.
Ακόμα τα αφηγηματικά τεχνάσματα, τα τρυκ για να συνεννοούμαστε, που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι τα αδύνατα σημεία του βιβλίου. Ο ισχυρισμός στον πρόλογο, ότι συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Βικέντιος Καρμπονάρος και επιμελητής του βιβλίου ο Γιώργος Κεντρωτής, καταρρίπτεται, αν κάποιος γνωρίζει τα γραπτά και την δημόσια παρουσία του δεύτερου. Οριστικό και αμετάκλητο. Ο Βικέντιος Καρμπονάρος και ο Γιώργος Κεντρωτής είναι το ίδιο πρόσωπο. Μην πω ότι και η Λαουράνια είναι το ίδιο πρόσωπο και θεωρηθώ υπερβολικός. Κάτι ψελλίζει γι’αυτό ο Βικέντιος αλλά ας το αφήσουμε.
Η αναφορά στην αλήθεια και το ψεύδος. Η προσπάθεια του Βικέντιου Καρμπονάρου να «μυθιστορηματοποιήσει», να δώσει μυθιστορηματικό εύρος στις δύο διατριβές του Ιερού Αυγουστίνου σχετικές με το ψέμα: De Mendacio, δηλαδή Περί Ψεύδους, και Contra Mendacium, ήτοι Κατά του Ψεύδους τις οποίες εκ των πραγμάτων φαίνεται να υιοθετεί, πέφτει στο κενό. Στο μυθιστόρημα δεν ενδιαφέρει η αλήθεια ή το ψέμα, ούτε αν υπάρχει Λαουράνια, Νταμιάνο, Βικέντιος, Βολτέρρα κλπ. Είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν στην πραγματική ζωή δεν μας ενδιαφέρει. Υπάρχουν ως μυθιστορηματικά πρόσωπα κι αυτό μας φτάνει. Αυτό που ενδιαφέρει την λογοτεχνία είναι, αυτό που είναι αναγκαίο να ειπωθεί, να ειπωθεί καλά. Δηλαδή η οικουμενικότητα του θέματος και ικανότητα του συγγραφέα να διηγηθεί. Όλα τ’άλλα είναι βιταμινούχα αφηγηματικά βοηθήματα που υποκαθιστούν, προσωρινά, την ανεπάρκεια του συγγραφέα.
Ενδιαφέρον έχει στο βιβλίο η αμηχανία του συγγραφέα να επικολλήσει θεωρητικά ζητήματα στη ροή της αφήγησης. Επειδή τα σχήματα αυτά δεν τα πάνε καλά με την λογοτεχνία, ακόμα και στα κλασικά έργα, ο συγγραφέας αποτυγχάνει να τα εντάξει στο αφηγηματικό σχέδιο, με ένα τρόπο που να δικαιολογούν την παρουσία τους. Έτσι όπως παρουσιάζονται φαίνονται ξεκομμένα και καμιά φορά αυθαίρετα πχ την στιγμή που ο Νταμιάνο με την Λαουράνια δίνουν το μεγάλο φιλί τους στο δωμάτιο του ξενοδοχείου «Happy day», ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ο Τόρι με το ουκρανέζικο τσάι και αρχίζει να διηγείται την ιστορία της Λινγκουαγκλόσα, εκδηλωτικά της αδυναμίας του συγγραφέα να διαχειριστεί το υλικό το οποίο έχει επιλέξει να τοποθετήσει στο corpus της ιστορίας.
Οι λεκτικές υπερβολές του αφηγητή, ο οποίος την βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας την εκτοξεύει σε αφηγηματικά ύψη, ως τον Καύκασο του λόγου, έχει σαν αποτέλεσμα αυτή η αυτάρκεια της γνώσης, να οδηγεί σε μια αλαζονική αντιμετώπιση της αφηγηματικής τεχνικής, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε μπροστά σε λεκτικές υπερβάσεις της αναγνωστικής νομιμότητας, όπως στην περιγραφή της κ ο ρ ι τ σ ί λ α ς, της Λαουράνιας, φτάνοντας στο ανεκδιήγητο ρήμα υπερκατακεράννυμαι, «έ σ τ ο ν τ α ς στην κορύφωση μιας ερωτικής επαφής» με την Ανζελίκ, που εκτός από αμηχανία και έκπληξη, θυμηδία μπορεί να προκαλέσει.
Αυτάααααα!
"Βικέντιος Καρμπονάρος
Ο συνονόματος
ή Πέφτονας στο κάθετο ρήγμα του λόγου"
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Εκδόσεις "Τυπωθήτω" 2007
https://spirospv.blogspot.gr/2014/10/blog-post_17.html
https://spirospv.blogspot.gr/2014/10/blog-post_20.html
https://spirospv.blogspot.gr/2014/10/blog-post_24.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου