Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

ΟΡΟΠΕΔΙΟ




ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ


ΟΡΟΠΕΔΙΟ

   Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε
   πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξαναβρεί τη ζωή,
   έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες
   και τόσες διδασκαλίες θα είναι κάποιος σαν εμάς μόνο
   λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη.

      Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
      (Τετράδιο Γυμνασμάτων)

Ι

Να μην ακούγεται ήχος.
Είμαι εδώ στην κορφή. Η πορεία ανέβηκε.
Μόνος. Κάτω από τα πόδια μου σιδερένιες
   βέργες ελάσματα βράχοι
εδώ μόνος σ’ αυτό τον περιορισμένο χώρο στον
   απέραντο
χωρίς τείχη.

Άβυσσος παρελθόν ζώνες με επίπεδα εποχές
και μετά σκελετοί στην οικοδομή.
Σημαίες ζωή. Θάνατοι δεν υπάρχουν.
Στο επίπεδο όρος ορθός φτιάχνω τον κόσμο.

Μαζί μου όλοι υπηρετούν το σκοπό και κανέναν.
Τα κρίνα των αγρών –οι αμνοί– κανέναν.
Ο ήλιος δεκτός.
Φράσεις ναοί μεταβάλλονται κινούνται
τα επίπεδα πληθαίνουν κροτούν ανεβαίνουν
με μουσική
με άνεμο ανεβαίνουν.

Οι πόλεις χτίζονται – οι πόλεις πεθαίνουν.
Άνεμος υψώνει τα δένδρα – άνεμος γκρεμίζει το
   σκότος
άνεμος λαών ανθρώπων νέων διακλαδώσεων
κ’ εγώ πάντα στο οροπέδιο των πολιτισμών – των
   συντριμμάτων
κοιτάζω τη χλόη τα δένδρα τον ήλιο
κοιτάζω τις ηλεκτρικές συσκευές – τα κυκλάμινα
κοιτάζω κοιτάζω
πάντα και πάντα.


ΙI

Τώρα μπορώ πια να μπω.
Η πόρτα έχει ανοίξει.
Μέσα στο δέντρο υπάρχω και ζω –
τρέμουν τα φύλλα –τα άνθη τρέμουν–
έγινε πια ο καρπός.

Ελάτε κοντά μου – έχει γαλήνη.
Ελάτε ελάτε. Ιδού το σώμα μου
σας το προσφέρω –έχει γαλήνη–
έγινα πια ο καρπός.

Δεχτείτε με πάλι. Είμαι ο άνεμος η οργή –
είμαι το τελευταίο σκαλί σας
εσείς πάλι το πρώτο – προχωρείτε.

Οι σημαίες αλλάζουν – αλλάζουν τα χέρια αλλάζουν
κατεβαίνουν τα πλήθη ασύνταχτα
   – πάλι σε φάλαγγες
κατεβαίνουν.

Χωρίζει ο άνεμος τα στάχυα – τους λαούς
διαλύονται οι ομάδες –πληθαίνουν τα μέρη–
η σύγκρουση γίνεται.

Κανείς. Πάλι πάνω στο οροπέδιο μόνος
στους νέους τους βράχους – στα επίπεδα μόνος
μαζί με τον νέο τον άνεμο ένα και μόνος
κοιτάζω τη χλόη – τα δέντρα τον ήλιο
κοιτάζω κοιτάζω.


ΙΙΙ

Θα κτίσω τη νέα σας πόλη.
Μην αφίσετε την ελπίδα – κάθε λεπτό μια σημαία.
Μην αφίσετε το νερό τον άνεμο και τη γη –
κάθε λεπτό και μαζί σας.

Σας βλέπω –καμιά μάταιη προσπάθεια– τίποτα
όλα –εσείς– διαπερνάτε τα τείχη σας τους καπνούς
διαπερνάτε το χρόνο – παίζετε ζάρια όπλα χαρτιά
σας αγαπώ – μόνος μαζί σας.

Η πόλη σας είναι πια έτοιμη.
Κινείται. Αλλάζει ρυθμό – τα τύμπανα παίζουν
μπορεί να δεχθεί τη σφαγή
να δεχθεί τη γαλήνη
το φως να δεχθεί –
μπορεί ν’ ανέβει τούτη την άλλη την ώρα.

Ποιος μίλησε;
Στη φωτιά – στη φωτιά να ριχτεί
αυτός που παγωμένος σταθερός μπήκε στην πύλη
στη φωτιά – αυτός που κουράστηκε και θέλει
   μόνο την ακίνητη μάσκα
αυτός που δεν αλλάζει το βήμα το ρυθμό το γέλιο
   τη σιωπή
στη νέα – στη νέα του πόλη.

Γυρίζει. Το επίπεδο έπεσε πάνω στο άλλο.
Ζητάει το εκμαγείο –αγωνίζεται–
σε λίγο θα ανατιναχθεί –
ποιος είναι για νέα σημαία;

Κανείς. Μένω πάλι στο οροπέδιο μόνος
κοιτάζω πάλι την πόλη – τα χτίρια πάλιωσαν
κρατώ τη φωτιά τα κλαδιά τους ανθούς
και κοιτάζω.


IV

Μπήκα με άδεια χέρια στη σκήτη μου.
Τους καρπούς τώρα τους γεύεσαι γη – εγώ δεν
   υπάρχω.
Δεν ακούς πια τη φωνή μου – δεν ακούς
έχεις δικιά σου φωνή – δικά σου τα τείχη.
Φυτεύεις τα δένδρα – το στάρι ανθεί σε πελάγη.
Πάνω στο δικό μου το σώμα χτίζεις τις πόλεις.
Οι πόλεις έχουν δικό τους πια σώμα.
Καμμιά σιωπή – λάμψη καμμιά.
Περπατάς στους μεγάλους σου δρόμους
ζεύεις τους ποταμούς – τα βουνά
τρέχεις στα δάση
ανασταίνεις τους ήχους τους αυλούς τα νερά
   σε τραγούδια.

Τη νύχτα βγαίνω – κοιτάζω μακριά στο γιαλό
κοιτάζω βαθιά μες στα δάση
ανάβω μια μικρή φλόγα στη γη – ακούω τους ήχους
αυτούς που δεν θ’ ακούσει πια κανείς – ακούω
   και τρέμω.
Ματώνω τα χέρια στους λόγγους – ματώνω τα γόνατα
–Το ρήγμα ψάχνω να βρω σ’ αυτό το μπετόν–
το ρήγμα. – Στο σκουλήκι της γης την φλόγα
   υψώνω.

Τρέχω μέσα στη νύχτα
τρέχω με τ’ άλογό μου
βάζω πασσάλους πάνω στα όρη – σημαδεύω
   τους δρόμους
ακούω ούρλιασμα λύκων –ακούω φωνές–
ακούω βουή καταρράχτες
βιάζομαι
βιάζομαι
Πριν αλέκτωρ λαλήση
η νύχτα είναι μικρή – μεγαλώνει
ο άνεμος ετοιμάζει την έφοδο – οι φωνές
«κοίτα» – «τώρα» – «το άλλο βράδυ» –
   πρέπει πάλι να σας μιλήσω.

Μη με κοιτάτε παράξενα.
Κανένας δεν με γνωρίζει;

 
V

Δεν ήρθαν να ξαφνιάσω τις μέρες σας –
   δεν κρατώ τη ρομφαία.
Κυκλοφορούσα αιώνες μέσα στο πλήθος σας
μαζεύοντας σκόρπιους σπόρους.

Δεν ήρθα να σταματήσω τους ποταμούς τα νερά
τους καρπούς – δεν ήρθα.
Κυκλοφορούσα μέσα στους ήχους σας –
   τόσους αιώνες.
Ανέμιζα μαύρα λάβαρα στις αρτηρίες των δρόμων
με την καρδιά μου καρφωμένη στο φοβερό πάσσαλο
   σας καλούσα –
Δεν ήρθα να καταργήσω τον νόμο.

Ανεβαίνω εδώ σ’ αυτή την αγχόνη –
   αυτή στη στιγμή
σας δίνω το σχήμα σας – σας καλώ.
Δεν ήρθα σαν ξένος – δεν ήρθα.

Είμαι ο άνεμος η βροχή τα έρημα δάση
είμαι ο καταρράχτης το νερό το πουλί
αυτή η πόλη και η άλλη –
είμαι ο δρόμος η αυγή το τελευταίο λιμάνι
η καρδιά μου
το πρόσωπό μου και το δικό σας
είμαι εδώ και αλλού και παντού
μέσα στ’ αγέρι – μέσα στις παλιές ημερομηνίες
μέσα στα πλοία – στους ήχους – στους αγρούς
στα εργοστάσια είμαι – στις σκοτεινές αίθουσες
στ’ άδεια δωμάτια – στους εραστές – στα ερείπια
στις καμπάνες
μόνος μόνος μόνος
απ’ την αρχή μέχρι το τέλος του κόσμου.

Και τώρα εδώ πάνω σ’ αυτό το οροπέδιο σας καλώ
τώρα που θα βυθίσω το μαχαίρι στο στήθος
να σας δώσω το αίμα μου –
άνθη τεράστιες πόρτες ουρανοί τρέμουν κυλάνε
μπροστά στα πόδια σας στα όνειρά σας στο ψωμί
κρότοι καταστροφή και νέα αυγή κατεβαίνει.

Ο άνεμός μου κάθε νύχτα με παγώνει.

 
VI

Περιφέρουν οι λαοί στη ρίζα μου την καρδιά μου.
Οι δρόμοι ανοίγουν πληγές κρότους ποτάμια
ανάβουν φωτιές στα σπίτια – στα στρατόπεδα
   ανάβουνε φώτα.

Οι λύκοι ουρλιάζουν εκείνες τις νύχτες.
Ανεβαίνουν τους βράχους –βγάζουν αφρούς–
μπήγουν τα νύχια στα μάτια –
κανείς δεν τους βλέπει – κανείς. Η σιωπή
   παγώνει στα δένδρα.

Αφίνω τότε την έρημο –αφίνω τα άνθη– αφίνω
αφίνω τους αγρούς τη γιορτή τις καμπάνες
αφίνω τη νύχτα μου – το βαθύ μου ποτάμι
ο σκοτεινός ωκεανός δεν κρατάει το κορμί μου
τύμπανα παίζω στα δάση
τύμπανα στα κρυφά μονοπάτια
κατεβαίνω σκάλες γυρτές πλάγιες κατεβαίνω
κάτω βαθιά στη ρίζα μου
κάτω βαθιά στην καρδιά μου –
νάμε Ιησού Κρίσνα Μωυσή
εγώ ο ταπεινός δούλος σας ανάμεσα στο λαό μου
υψώνω το λάβαρο – το δρόμο υψώνω
υψώνω τα εργοστάσια τα δένδρα τις καρδιές
μοιράζω σημαίες φλόγες ωκεανούς
κατεβαίνω από τα όρη – τους βράχους
ανεβαίνω από το σκοτεινό βάθος της θάλασσας
έτσι φωτεινός ωραίος αγνός – σαν αέρας

Τώρα ο θόρυβος συνέχει τους κορμούς.
Οι εικόνες παίρνουνε σχήμα και χρώμα –
πίδακες στις φλέβες της γης για καρποί
ταράζουν τα νερά πουλιά στους βράχους.

Εγώ πήρα πια το ραβδί – σας αφίνω.
Χαϊδεύω τη χλόη στους δρόμους – ακούω τα πουλιά
   τη σιωπή
χαϊδεύω τα άνθη τούς αγρούς τη βροχή
βλέπω το πρόσωπό μου στο δικό σας ποτάμι.

Η σκηνή με περιμένει.
 

VII

Τα οράματά μου γυάλινοι θόλοι υγροί –
σφαίρες διάφανες γαλάζιες
τα οράματά μου λαοί –σιδερένιες λαβές–
   σκοτεινή άβυσσος
πλήθος εικόνες μάχονται – βγαίνουν στην επιφάνεια
με στηρίζουν με μαύρους πασσάλους
τα τείχη συντρίβονται στο πρόσωπό μου
τα σχήματα αλλάζουν –πώς να κρατηθώ; -
νάμε βαθιά στο βράχο σαν πληγή
μάχομαι μάχομαι αυτό το Μέγα.

Το στερεό διαλύεται – τα γαμψά σχήματα πείθουν
το στερεό φεύγει τετράγωνο λυώνει
κ’ εγώ μ’ όλο το βάρος αδιάφορος προχωρώ
στη νέα στη νέα εποχή μου –
προχωρώ πάνω στο βράχο στο σκοτεινό οροπέδιο
προχωρώ σαν άνεμος κραυγή –
Γίνηκα σπόρος.
Άνεμος νερό φωτιά μέσα στο φύτρο πιο μικρό
δύναμη δύναμη βαθιά τα μόρια του κόσμου
υψώνει τους πίδακες – κροτούν οι ανεμώνες
κροτούν οι φλέβες – οι υπόγειοι ποταμοί
ανάβουν πολυέλαιοι στην έρημο
τα ζώα κροτούν πάνω στο τύμπανό μου
επιστρατεύονται κεραυνοί λάμψεις ζωή
ανεμίζουν τα άστρα – τρέμουν οι ουρανοί
γυρίζουν οι σφαίρες – γυρίζουν
κι εγώ πάντα στο οροπέδιο
κοιτάζω κοιτάζω κοιτάζω
βγάζω τον αυλό τις χορδές τις κιθάρες
και τραγουδάω.



Από το βιβλίο: Μιχάλης Κατσαρός, «Μεσολόγγι. Οροπέδιο», Εκδόσεις Κείμενα, Αθήνα 1972, σελ. 23-42.

1 σχόλιο:

  1. Δυνατό το ποίημα αυτό του Κατσαρού. Σαν να φέρνει μια αύρα από το παρελθόν,από τον Ουώλτ Ουίτμαν!

    Τι μυστηριώδεις εκλεκτικές συγγένειες κρύβει η τέχνη!

    Αναστασία Μπαξεβάνη

    ΑπάντησηΔιαγραφή