Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

ΜΙΑ ΑΦΥΠΝΙΣΗ




OCTAVIO PAZ


ΜΙΑ ΑΦΥΠΝΙΣΗ

Είμουν σ’ ένα όνειρο εντοιχισμένος.
Οι τοίχοι του δεν είχαν συνοχή
ούτε βάρος: βάρος του είταν το κενό.
Οι τοίχοι είσαν ώρες και ώρες
οδύνη επίμονη συσσωρευμένη.
Ο χρόνος εκείνων των ωρών δεν είταν χρόνος.

Πήδηξα από μια ρωγμή: είχε πάει τέσσερεις
στον κόσμο ετούτο. Το δωμάτιο είταν το δωμάτιό μου
και σ’ όλα τα πράγματα είτανε το φάντασμά μου.
Εγώ απουσίαζα. Κοίταγα από το παράθυρο,
ούτε ψυχή κάτω απ’ το φως το ηλεκτρικό.
Άγρυπνες κολώνες, βρώμικο χιόνι,
σπίτια και αυτοκίνητα κοιμώμενα, η αγρύπνια
μιάς λάμπας, η βελανιδιά που μονολογεί,
ο άνεμος και τα μαχαίρια του, η γραφή
των αστεριών, δυσανάγνωστη.

Τα πράγματα είχανε θαφτεί στην άβυσσό τους
και ένσαρκα τα μάτια μου τα έβλεπαν
νά ’ν’ εξουθενωμένα από την ύπαρξή τους, πραγματικότητες
απεκδυμένες τα ονόματά τους. Τα δυό μου μάτια
είσαν ψυχές και θλίβονταν πολύ για τον κόσμο.
Στον άδειο δρόμο η παρουσία
διάβαινε χωρίς να περνάει, εξαφανισμένη
μέσα στις μορφές της και στα σχήματα,
και εμμένουσα στις αλλαγές της,
είχε πλέον γίνει σπίτια, βελανιδιές, χιόνι και χρόνος.
Ζωή και θάνατος φεύγαν μπερδεμένοι μεταξύ τους.

Ξεσπιτωμένη όψη η παρουσία
και με κοίταγε με κανενός τα μάτια:
δέσμη αχτίδων υπεράνω βαράθρων.
Εκοίταξα μέσα: το δωμάτιο είταν το δικό μου δωμάτιο
κι εγώ απουσίαζα. Από το ον δεν έλειπε τίποτα
–πάντοτε πλήρες εαυτού, ουδέποτε ταυτόν–
και ας μην είμασταν εκεί... Έξω,
αβέβαιες ακόμη οι διαύγειες:
η αυγή στον κυκεώνα των πλινθόσπιτων μέσα.
Τ’ αστέρια είχανε πια πάψει να σβήνουν.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου