ΠΑΝΑΓΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Μια θυμωμένο μου προνεύεις
και μια οκνηρά διατοιχήζεσαι
λες και επίμονα γυρεύεις
στο ξώθι κύμα να λικνίζεσαι.
Κι όταν το γέρικο καμπούνι σου
σαν ταύρος την κυματωσιά καρφώνει
χειροκροτούν αγέρωχα τα στράλια σου
κι ας νιώθουν πως η ίσαλος ματώνει.
Μα συ δε νοιάζεσαι κι ας ξέρεις
πως Ερινύες και Ευμενίδες περιμένουνε
φρούδες πίσω στο κάσαρο να φέρεις
ευχές για γυρισμό, που λίγες μένουνε.
Αφού ενύκτωσε και θέριεψε ο Γαρμπής
και ο Πουνέντης άρμεξε την οργή σου.
Ποιόν να εκλιπαρήσεις, τί να πεις·
αγύρτης δαίμονας, παίζει με το σκαρί σου.
Εκείνο που σου μένει, είναι να δεις
πώς τάχα θα τελειώσει το παιχνίδι·
στα μαύρα θα την ντύσει ο Γιαραμπής;
ή θα γυρίσεις στης καλής σου το στρωσίδι!
Αθήνα, 5 / 5 / 13
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου