Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ





ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ


ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ

Ήλιος γλυκός του Νοέμβρη, ψίθυρος
η θάλασσα, πράσινη και γαλάζια
καλεί το σώμα πάλι, να βραδύνει
απ’ τα μεστά της χάδια ο χειμώνας.
Οι μύες δένουν απαλά, τ’ άλικο
το χρώμα ζωντανεύει κι απέναντι
ο Παρνασσός, αποζητά το χιόνι.
Οι δυο κορφές, σαν αρχιτσελιγκάδων
τις κυράδες, γρινιάζουν για τα ξόμπλια
π’ απολείψαν. Ποια τύχη και ποιος αίτιος ;

Απάντηση καμιά. Λίγες φουσκάλες
μόνο ξεβράζονταν, γκρίζες, κι ήσυχα
ήσυχα εξαπλώνονταν στο μήκος
όλης της ακτής. Κι ούτε πρώτη φορά
θα ήταν που ένα καράβι, κάποιος
οχετός, θ’ άδειαζε τ’ απόβλητά του,
μηχανικών ανθρώπων τις εκκρίσεις,
χωρίς περίσκεψη, χωρίς αισχύνη
στο πιάτο και στο ποτήρι μας. Δίκη
δε συντηρεί ταμάχι κι άλεσμα,
ανέχετ’ ο καιρός μα και γυρνάει.

Μοίρα και τύχη μ’ έσπρωχναν λοιπόν
όλο και πιο μακριά μήπως βρω κάπου
αμόλευτα νερά κι ως το ποτάμι
μ’ έβγαζ’ ο δρόμος. Πάντα σ’ ερημιές
κι άλλα θα βρεις να κρύβονται, παιχνίδι
σου παίζουν όλα. Μια εικόνα πήρε
να ξετυλίγεται στ’ άπλετο φως,
δυσοίωνη και ζοφερή. Ο πρώτος
ληστής κρατούσε τσίλιες μες τ’ αμάξι
και μυρωδιά θανάτου αναδινόταν
από ‘να σημείο πιο πέρα. Πίσω
γυρνώντας δεύτερος ληστής, τον ξέρω
καλά, κι αυτός με ξέρει, άριστος είν’
οικογενειάρχης, σακί κρατούσε
στα χέρια σα μωρό κα με τη δέουσα
φροντίδα, παστρικό, καλά κλεισμένο,
μ’ ευσέβεια θα ‘λεγε κανείς, το πήγε
σε κάδο σκουπιδιών και να ο τρίτος
εκείνης της καλής παρέας, πάνω
σε φορτηγό, απόμερα τον κάδο
να πάει να κάψει.
       Πρώτος πάντα ο φόβος
εισβάλλει στην καρδιά μας, για το βίο
που κινδυνεύει κι ύστερα μαζί
με την οργή ανάψαν πόθο νά ‘μπει
φωτιά στην ανομία που γύρω απλώνει
σαν ύπουλη αρρώστια, κατά κύματα,
σαν τις πληροφορίες. Σκέψου όμως,
ο βίος από μια κλωστή βαστιέται
πάντα, χωρίς σταματημό χορεύουν
νόμος κι αντινομία. Κοίτα πάλι
τους συνωμότες. Πότε τους βαραίνουν
τα έργα τους και πότε τους ψηλώνουν.
Θα πέσουνε για ύπνο προσπαθώντας
να τα ξεχάσουν. Το πρωί ξυπνάνε
κι άντε να ξεμπερδεύουμε. Πιασμένοι
από ιστούς, ανάμεσα σε πέπλα
κι αυτοί. Και για πόσους θανάτους λες
θά ‘χω συνωμοτήσει ; Ποιος θα κλάψει
αγνώστους, ένοχους κι ασήμαντους ;

Γρήγορα ο φόβος μ’ άφησε, μια σκέψη
εκτόπισε τη σκέψη του : αλήθεια
ή πλάνη αν ήταν τούτ’ η συντυχιά μου,
έδωσε σχήμα ξάστερο, απτό
στο τέλος μου, ή μάλλον όχι σχήμα,
προσωποποίηση τρισμέγιστη
που κυβερνά όλον το νου τ’ ανθρώπου.
Η σπείρα έχει συναχθεί κι ένας
εκτελεστής κάποτε θ’ αναλάβει
την κρίσιμη κι ανέκκλητη στιγμή
τη δράση. Φεύγει ένα βάρος τότε
από τους ώμους, άσε το σινάφι
να καταγίνεται με σένα, ζήσε
την εποχή σου, θες δε θες, και τράβα
μπροστά κι ακόμη πιο ελεύθερα
στο δρόμο σου, χαίρων άμα και τρέμων.
Θυμήσου πως κ’ αιτίες, ροπές, δυνάμεις,
του κύκλου της ζωής γρανάζια, μάσκες
φορούν ενώπιών σου – τι θέατρο
θαυμάσιο εγείρεται, καταρρέει
και ξαναστήνεται. Κατόρθωμά σου
μοναδικό το ρόλο να διαλέξεις.
Ανάγκη, πολυτέλεια, τον κόπο
δεν αποφεύγεις. Ήρωας, ανδρείκελο
τελείως δεν ξεχωρίζουν. Και ζητάει
κάθε στιγμή πια τη συγκέντρωσή σου,
την ερμηνεία, και τον έρωτά σου
ακόμα. Κι από εν’ άδειο ποτήρι
επάνω στη σκηνή τραβάς γεμάτη
γουλιά, κρυφά ενθουσιώδης έστω
κι αν με τις λέξεις μπλέχτηκες, χαμένος,
γεννιέσαι πάλι.
       Τύχη αγαθή
λοιπόν το συναπάντημα, τη Μοίρα
σε Πρόνοια το βλέμμα μεταλλάσσει.
Κι αν πρώτο δράμα ειν’ ο Κάιν, πρώτη,
αιδεσιμότερη και ίσως μία
και μόνη τελετή η ποίηση.
Κι αν μου επιτραπεί να τελειώσω
το άσμ’ αυτό κι ύστερα κι άλλο ένα
κι όσα, πολλά ή λίγα ‘χω στο νου,
ποιος ξέρει, κάποιο είδος σωτηρίας
μπορεί να κρύβει ο δρόμος, όπως τότε,
στου πλοίου το παραπέτο τον Αρίωνα
σαν οι ληστές αφήσανε τον ύμνο
να ψάλλει ως τέλος για το φως που λάμπει
ολόγυρα και μέσα μας, και σχέδια
και πρόσωπα, τα πάντα φανερώνει.
Μ’ ακούγανε μονάχα με τ’ αυτιά τους
οι δύστυχοι, γλυκύτερο τραγούδι
κανείς δεν είχ’ αρμόσει. Μάινα τώρα,
το κύμα παίρνει τους μύθους, τις πράξεις –
ενάρετες κι επίβουλες – το κύμα
τα ξαναφέρνει. Κι ό,τι μένει κάτω
στα βάθη, δε γνωρίζει πια κανείς
αν χάθηκε για πάντα ή αν υπήρξε
ποτέ στ’ αλήθεια. Μίασμα της φύσης,
σπουδαίοι συνωμότες, φοβισμένοι
πολίτες, θάρρος ! Θρήνος ανώνυμος,
άγνωστη σωτηρία, σαν ψίθυρος
ακούγεται, σα στεναγμός. Κι οι σκέψεις
αρώματα που σκόρπισαν στην αύρα του δειλινού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου