Τρίτη 28 Μαΐου 2013

ΕΛΕΓΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΩΑΝΝΑ ΤΗΝ ΤΡΕΛΗ






FEDERICO GARCÍA LORCA


ΕΛΕΓΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΩΑΝΝΑ ΤΗΝ ΤΡΕΛΗ

        Στον Μελχιώρ Φερνάνδεθ Αλμάγρο

Πριγκίπισσα χωρίς απόκριση στον έρωτά σου.
Γαρύφαλλο άλικο μες σ’ έρημη βαθειά κοιλάδα.
Ο τάφος, που σε χώρεσε, τη θλίψη σου όλο στάζει
από τα μάτια που ο ίδιος άνοιξε στο μάρμαρό του.

Εσύ ’σουν περιστέρα με ψυχή γιγαντεμένη·
φωλιά σου εχτίστη το αίμα από το χώμα της Καστίλλης.
Σε κάποιον κάλυκα χιονιού σκορπούσες τη φωτιά σου:
να τον πυρώσεις ήθελες – σου λυώσανε οι φτερούγες.

Τον Έρωτα ονειρεύοσουν να μοιάζει στον ινφάντη
που είχες για να σου κρατά του πέπλου σου την άκρη.
Αντί λουλούδια, στίχους, περιδέραια από πέρλες
σου χάρισε μιά κλάρα ο Χάρος ρόδα μαραμένα.

Τον παντοδύναμο όρθρο φύλαγες στο στήθος μέσα
της Ισαβέλας δε Σεγούρα. Μελιβέα. Το άσμα
που λές, κορυδαλλέ, στα μάκρη σπάει των οριζόντων
και ξάφνου γίνεται μονότονο και πικραμένο.

Κραυγάζεις: τρέμει εκ θεμελίων και ριγεί το Μπούργκος.
Ολόθλιβες ηχούν οι ψαλμουδιές στο μοναστήρι.
Χωνεύεται η κραυγή σου μες στις κωδωνοκρουσίες
και χάνεται μες στο σκιστό τρεμουλιαστό σκοτάδι.

Το πάθος είχες που δίνει ο ουρανός της Ισπανίας.
Το πάθος του στιλέτου, των γνεμάτων και του θρήνου.
Ω θεϊκή πριγκίπισσα της πορφυρής εσπέρας
με ρόκα σιδερένια και με νήμα ατόφυο ατσάλι!

Ποτέ για σέ δεν είτανε φωλιά ούτε μαδριγάλι,
αλλά ούτε και λαγούτο από μακριά λυγμούς να χύνει.
Για τροβαδούρο σου είχες νιούτσικο στ’ ασήμια νά ’ναι,
και ο αχός της σάλπιγγας τα μόνα του ερωτόλογα είσαν.

Πλην όμως, ναι, για ν’ αγαπάς εσύ είσουνα πλασμένη –
πλασμένη γι’ αναστεναγμούς, για χάδια, για στροβίλους,
να γλυκοκλαίς και να ραντίζεις στήθος λατρεμένο
και με τα χείλη να μαδάς τα μυρωμένα ρόδα·

να βλέπεις το φεγγάρι στο ποτάμι κεντημένο·
να νιώθεις νοσταλγία σαν μισεύουν τα κοπάδια·
σε κήπους σκιερούς να ζεις – γι’ αυτά είσουνα πλασμένη,
πριγκίπισσα μελαχρινή μαρμαροπλακωμένη!

Στο φως τα μαύρα μάτια σου κοιτάζουνε ανοιγμένα;
Ή μην στα ραγισμένα στήθη σου τυλίγεις φίδια;...
Και πού να επήγαν τα φιλιά που επέτας στους ανέμους;
Πού πήγε, αλήθεια, η οδύνη του κατάρατου έρωτά σου;
Στο μολυβένιο σου κιβούρι, με το σκέλεθρό σου,
την τρυφερή βαστάς καρδιά σου χίλια δυό κομμάτια.

Όλη η Γρανάδα ξαγρυπνάει στο άγιο λείψανό σου,
πριγκίπισσα μελαχρινή μαρμαροπλακωμένη!
Η Ελοΐζα και η Ιουλιέττα υπήρξαν δύο μαργαρίτες,
εσύ όμως είσουνα γαρύφαλλο άλικο, μες στο αίμα,
που εδώ από τους χρυσούς μάς ήρθες λόφους της Καστίλλης
να κοιμηθείς στο χιόνι και στ’ αγνά κυπαρισσάκια.

Το νεκροκρέβατό σου, Ιωάννα, εγίνηκε η Γρανάδα·
λαμπάδες σου τα κυπαρίσσια· και εκκλησία η σιέρρα·
σε χιόνινη Άγια Τράπεζα οι πόθοι γαληνεύουν
με τα νερά του ποταμού στο πλάι σου: του Δούρου!

Το νεκροκρέβατό σου, Ιωάννα, εγίνηκε η Γρανάδα:
με πύργους γέρικους· με αυλόγυρους συνεσταλμένους·
με τους νεκρούς κισσούς στους κόκκινους επάνω τοίχους·
με ομίχλες γαλανές· με τις ρομαντικές μυρτιές της.

Πριγκίπισσα χωρίς απόκριση στον έρωτά σου.
Γαρύφαλλο άλικο μες σ’ έρημη βαθειά κοιλάδα.
Ο τάφος, που σε χώρεσε, τη θλίψη σου όλο στάζει
από τα μάτια που ο ίδιος άνοιξε στο μάρμαρό του.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου