JAROSLAV VRCHLICKÝ (1853-1912)
ΣΤΑ ΒΡΟΧΟΝΕΡΑ
Και πάλι βρέχει. Καταρρακτωδώς – ημέρες έξη.
Διαβάζω εγώ, εσύ ράβεις. Κι έτσι, νά τη, μας τυλίγει
η μοναξιά. Δυό φύλλα ακόμα... – το ταξίδι λήγει
στου ανέμου τα φτερά και στων μετέωρων την πλέξη.
Αστράφτουν τα όνειρά μας (μιά στη χάση, μιά στη φέξη)
μες στη χρυσή σου κόμη, που με το τραγούδι σμίγει
της μελισσούλας, και βομβεί· και μες στο βόμβο ανοίγει
νεροσυρμές η ορμή των καταιγίδων για να τρέξει.
Κι αν έσβηνε εντελώς κι η τελευταία του ήλιου αχτίδα,
εγώ –και πίστεψέ με– τίποτα δεν θά ’χα χάσει:
στην όψη σου ο τυφλός ανέβλεψα, τον ήλιον είδα.
Γλυκοξυπνάν εντός μου τ’ άνθη, κι είν’ του Μάη η κούνια·
τα δάκρυα της χαράς το βλέμμα μού ’χουνε διαυγάσει
σαν τις βροχοσταγόνες, που ξεπλένουν τ’ ακροβούνια.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Wraio poihma, mplogkarxh mou.
ΑπάντησηΔιαγραφήPrwteinw ston proteleutaio stixo anti tou "mou 'xoune diaugasei" na grapsoume "mou 'xoun kataugasei". Piisteuw oti to "diaugasei", pou hxei texnhto, xalaei ti dunamh ths eikonas.
Xaire!
Mixalhs
@ Μιχάλης: Το "διαυγάσει" ταιριάζει με το "ξεπλένουνε" του επόμενου στίχου. Χαίρε!
ΑπάντησηΔιαγραφή