Κυριακή 17 Μαΐου 2009

ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΡΕΚΛΑ ΛΑΪΚΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


Η ΚΟΡΗ


Δεν είχε τίποτ’ άλλο για ν’ αντισταθεί –δεκαοχτώ χρονώ
   κορίτσι–
μόνο δυό χέρια λιγνά, πολύ λιγνά, ένα φόρεμα μαύρο,
τη θύμηση από ’να ψωμί πολύ προσεχτικά μοιρασμένο
κι αυτό που λέγαμε «πατρίδα» κρυφά μιλημένο τις νύχτες.

Όταν την έριξαν μες στο σκοτάδι, δεν είχε φωνή να μιλήσει.
Τ’ άλλα κελλιά δεν την ακούσανε. Μονάχα το πουλί
   της Περσεφόνης
τής έφερε σ’ ένα μαντίλι λίγους σπόρους ροδιού· και τα παιδιά
τη ζωγραφίσαν στα μαθητικά τετράδιά τους, κάτω απ’ τη λάμπα,
μιά μικρή Παναγιά σε μιά καρέκλα λαϊκού καφενείου
με πολλά ψάρια και πουλιά στους ώμους και τα γόνατά της



Από την ποιητική συλλογή «Διάδρομος και σκάλα».
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 248.

2 σχόλια:

  1. "Κι αυτό που λέγαμε 'πατρίδα' κρυφά μιλημένο της νύχτες".
    (Ή φτηνή πραμάτια επαγγελματιών ελλαδέμπορων...)
    Πάντα κοντά μας ο Ρίτσος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @ Ανώνυμος: Η δόξα του Ρίτσου είναι μπροστά... πολύ μπροστά. Μακριά από τους εχθρούς του, αλλά και πολύ μακριά από τους "φίλους" του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή