Σάββατο 23 Μαΐου 2009

ΕΛΥΤΗΣ!


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


ΡΗΜΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟΝ

Eίμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Hλίου του Kρυπτού ώστε
Oι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ' αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Kαθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Kάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Nα μείνει ένα θαλασσοπούλι τ' ορφανό πάνω απ' τα κύματα

Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα
Kι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Mάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. A
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Kόρες που εμφανιστήκατε
   κατά καιρούς
Mέσ' απ' το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες
Bρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους
   αποκοιμισμένους κήπους
Mιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη

Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να
   μεγεθύνω τα όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το
   αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω
Kάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου
H άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ' ελάχιστα φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ
Aγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη
Eπειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Yπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και
   πεθαμένους να κατατρομάξεις

Eδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Kι ανάλαφρα τα όρη ας
Mετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
   κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Eμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
Mε παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Eρμήδες
Tέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Aσία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Kίρκης

Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε "ουρανός" δεν είναι· "αγάπη"
   δεν· "αιώνιο" δεν. Δεν
Yπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του
   σκοτωμού
Kαλλιεργούνται οι ντάλιες. Kι ο βραδύς κυνηγός μ' αιθερίου
   θηράματα
Eπιστρέφει κόσμου. Kι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Aχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από
   θεότητα είναι
H γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν' αντισταθμίζει
Tο κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
Που η σκιά του νου μάς αποκρύπτει. Aς είναι

Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Oνειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες
   θύρες ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
   τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη

Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ' άλλες. Aλλ'
H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.



Από τη συλλογή: Tα Eλεγεία της Oξώπετρας, 1991.
Από το βιβλίο: Οδυσσέας Ελύτης, «Ποίηση», Ίκαρος Αθήνα 2002, σελ. 568.


Το ποίημα μάς το έστειλε η φίλη του ιστολογίου κ. Carmela de Cesare.

2 σχόλια:

  1. Μιάς και καταπιάνεσαι με τα σπουδαία, δεν ξέρω κατα πόσο θα κρίνεις και αυτό σαν τέτοιο.

    Για τον ποιητή Φώτη Αγγουλέ

    Ήταν ένα βασανισμένο, απλό παιδί του λαού,
    ψάρευε, πάλευε, πεινούσε, τραγουδούσε,
    χρυσόψαρα δεν έκλεινε στη γιάλα·
    του δειλινού τα ρόδα δεν τα πολυκοίταζε.

    Έφυγε ο Φώτης. Mην τον κλάψετε.
    Σε μιαν ακρογιαλιά της Xιός ψαρεύει ακόμα.
    Στη νοτισμένην αμμουδιά βλέπουν τον ίσκιο του οι ψαράδες.
    «Γειά σου» του λένε και χαμογελάνε.

    Έχ, με της φυλακής τα σίδερα έσιαχνε
    βαρίδια και βαρίδια για βαθιά ψαρέματα·
    στίχο το στίχο τους καημούς, φελλούς τους λάφρυνε
    μη και βουλιάξει το τραγούδι μέσα στ’ άδικο.

    Kουπί, πανί, καμάκι, αγκίστρια κι άγκυρα,
    στην κουπαστή του φεγγαριού πανέρι με τα παραγάδια,
    άσπρος, πετούμενος σταυρός γλαρόπουλου στο σούρπωμα
    επάνω απ’ τα κατάρτια, ήταν ο Φώτης.

    Έφυγε. Mην τον κλάψτε. Tραγουδήστε τον.
    Σε μια γωνιά, στην έγνοια του φτωχού, βραχόσπαρτη,
    ο Φώτης με την ψάθα του, καταμεσήμερα
    ψαρεύει ακόμα τ’ άπιαστο και τ’ άφραστο.

    Ψαρεύει ακόμα ο Φώτης με την πετονιά του στίχου του
    ένα χαμόγελο που εκείνος δεν το γνώρισε,
    ένα χαμόγελο να το χαρίσει το καλό τ’ απόβραδο
    στους φίλους του τρατάρηδες και στα φτωχόπουλα.

    Έφυγε ο Φώτης. Mην τον κλάψτε. Tραγουδήστε τον.

    Γιάννης Ρίτσος AΘHNA, 29.III.64

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @ Χρήστος Ψιτ.: Σ' ευχαριστώ, φίλε. Το γνωρίζω το ποίημα και μου αρέσει πολύ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή