Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

ΜΕΣΗΜΒΡΙΑ


 

OCTAVIO PAZ

 

ΜΕΣΗΜΒΡΙΑ

 

Μιὰ λάμψη ἀκίνητη μὲ πλημυρίζει, μὲ τυφλώνει

ἕνα θαμπὸ κενὸ σὰν κύκλος καὶ τὸ πασπατεύω,

καθὼς τὸ φῶς ἀρνιέται τὸ ἴδιο του τὸ φῶς, σὰν χιόνι.

 

Τὰ μάτια κλείνω τώρα, καὶ στὸ σκότος μου πιστεύω,

στὴ δόξα ποὺ μ᾽ ἐξαπατᾶ, μὲς στὴ στιγμὴ ποὺ μένω,

καὶ στὴν αἰώνιότητά του σύμμαχο γυρεύω —

 

τὴν ἀδηφάγα. Μέσα μου (ἄνθος καὶ καρπός) δεμένο

τὸ φῶς δονεῖται, ἐγκάθειρκτο, χαλάσματα ἀναμμένα,

σὰν κάρβουνο ὁλοζώντανο, σὰν πένθος κορωμένο.

 

Τὰ σωθικὰ ριγοῦν: διαμάντια τρεμηρά. Κι ἐμένα

ἐντός μου λειώνει ἡ ἀπανθρακωμένη μέρα· ὑφαίνει

τὶς λοίσθιες καρβουνιές, κοράλλια ἐπιθανάτια, ξένα.

 

Στὰ βλέφαρά μου ἀκόμα πάλλεται μιὰ τρυπημένη

τοῦ κόσμου λάμψη, μιὰ αἴγλη: σέλας μ᾽ ὅλα του τ᾽ ἀγκάθια

ποὺ μὲ τυφλώνει σὰν παράδεισος, μιὰ Ἐδὲμ κλεισμένη.

 

Τοῦ κόσμου ἴσκιοι, ἐρειπιῶνες ζέοντες, μὲ ἀπάθεια

κοιμοῦνται, κάτω ἀπ᾽ τὸ δέρμα μου, καὶ τὸν σφυγμό του

κουφὸ ν᾽ ἀκούσω κάνουν στὰ ἔρημα ὀρυχεῖα προσπάθεια.

 

Ἀργὴ κι ἐπίμονη προβαίνει ἡ μέρα, κι ἕως ὅτου

θὰ ὑπάρχουν ἴσκιοι ριγηλοί, καυτοί, κι αὐτὴ μαζί μου

θὲ νά ᾽ναι μαύρη θάλασσα, ἄηχη, ἑνὸς κόσμου ἀλλοκότου.

 

Τυφλὴ γυρίζει, τὴν ἀκούω· καὶ στὴν ὅρασή μου

μορφὲς ποὺ πιὰ δὲν βλέπω δείχνει, καὶ νὰ τὶς διαβάζει

τὴ βάζει ἐδῶ ἡ ἁφή μου, ἡ διαλυμένη στὴ ροή μου.

 

Τὸ σῶμα μέσα στὸ αἷμα μας μᾶς πνίγει, μᾶς βουλιάζει,

καὶ δὲν ὐπάρχει πλέον σῶμα· ὑπάρχει μόνο τήξη,

κυματισμός, παλμὸς ποὺ ἁπλώνεται καὶ παρακμάζει.

 

Τὸ μεσονύχτι τοῦ κορμιοῦ σὰν οὐρανὸς θ᾽ ἀνοίξει

στὸ δάσος τῶν ρυθμῶν μιὰ πύκνωση ἠχηρὴ νὰ ὁρίζει

καὶ τοῦ ὑπεδάφους μεσημβρίες νυκτερινὲς νὰ ὀρύξει.

 

Ἡ πτώση αὐτὴ εἶναι μαύρων σωθικῶν τὸ μετερίζι·

εἶν᾽ τὸ φῶς τὸ ἴδιο ποὺ κλωθογυρίζει ἡ μεσημβρία

καὶ ποὺ ὄρθιο ἀναστυλώνει ὅ,τι σμιλεμένο ἀγγίζει.

 

Τὸ σῶμα, τὸ κορμὶ ἄπειρο εἶναι μέγα καὶ ἁρμονία.

 

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου