BERTOLT BRECHT
Η ΠΕΛΑΤΙΣΣΑ
Είμαι γριά γυναίκα.
Η Γερμανία όταν ξύπνησε,
μας ψαλιδίσαν τις συντάξεις. Τα παιδιά μου
μου δίνανε πού και πού καμμιά δεκάρα. Μα σχεδόν τίποτα
δεν μπορούσα πια με αυτές να αγοράσω. Τον πρώτο καιρό
πήγαινα αραιά και που σε όσα μαγαζιά πήγαινα παλιότερα
για ψώνια κάθε μέρα. Το σκέφτηκα όμως πολύ καλά ένα πρωί,
κι έτσι άρχισα και πάλι να πηγαίνω κάθε μέρα
στο φούρναρη και στο μανάβη
σαν παλιά πελάτισσα.
Με μεγάλη προσοχή κοιτούσα να διαλέξω τρόφιμα
και ούτε περισσότερα έπαιρνα από παλιά μα ούτε και λιγότερα·
έβαζα τα φραντζολάκια δίπλα στο καρβέλι
και τα πράσα πλάι-πλάι στο λάχανο
και μόλις μού έκαναν τον λογαριασμό αναστέναζα,
άρχιζα με τ’ αλύγιστά μου δάχτυλα τό σκάλισμα
μες στο πορτοφόλι μου, και, κουνώντας το κεφάλι μου,
ομολογούσα πως δεν μου φτάναν τα λεφτά
για να πλήρωνα αυτά τα λίγα, κι έτσι, κουνώντας το κεφάλι,
έφευγα από το μαγαζί, και όλοι οι πελάτες μέσα με κοιτάγανε.
Κι έλεγα τότε μέσα μου:
Αν όλοι εμείς που δεν έχουμε τίποτα
δεν ξαναπατήσουμε εκεί όπου μοστράρουν τα φαγώσιμα,
τότε θα νομίσουν ότι εμείς δεν χρειαζόμαστε πλέον τίποτα.
Αν όμως πηγαίνουμε εκεί δίχως ν’ αγοράζουμε τίποτα,
τότε όλοι πια θα ξέρουν πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου