Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ΑΝΔΡΕΑ ΜΠΡΕΤΟΝ



ANDRÉ BRETON


ΦΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΤΑΣΕΙΣ


Δεν δίνω καμιά σημασία στη ζωή
Δεν καρφώνω την παραμικρή πεταλούδα ζωής στη σημασία.
Δεν σημαίνω για τη ζωή.
Μα τα κλαριά του αλατιού τα λευκά κλαριά
Όλες οι φυσαλίδες από σκιά
Και οι θαλάσσιες ανεμώνες
Κατεβαίνουν και αναπνέουν στο εσωτερικό της σκέψης μου
Έρχονται δάκρυα που δεν χύνω
Βήματα που δεν κάνω που είναι δυό φορές βήματα
Και που τα θυμάται ο άλλος στην ώρα της παλίρροιας
Τα σύρματα είναι στο μέσα μέρος του κλουβιού
Και τα πουλιά έρχονται από πολύ ψηλά να κελαϊδήσουν μπροστά
  σ’ αυτά τα σύρματα
Ένας υπόγειος διάδρομος σμίγει όλα τ’ αρώματα
Μιά μέρα μιά γυναίκα μπήκε μέσα
Αυτή η γυναίκα έγινε τόσο στιλπνή που δε μπόρεσα να την δω
Με τα μάτια που δεν είδαν εμέ τον ίδιο να καίγεται
Είχα ήδη αυτή την ηλικία που έχω
Και επαγρυπνούσα στον εαυτό μου στη σκέψη μου σαν
  νυχτοφύλακας σε μιά πελώρια φάμπρικα
Μόνος φύλακας
Η πλατεία εμάγευε πάντοτε τους ίδιους τροχιοδρόμους
Οι γύψινες μορφές δεν είχαν χάσει τίποτε από
  την έκφρασή τους
Δαγκάναν το σύκο του χαμόγελου
Ξέρω μια στόφα σε μια πολιτεία εξαφανισμένη
Αν μου άρεζε να εμφανισθώ μπροστά σας ντυμένος με
  αυτήν τη στόφα
Θα νομίζατε πως πλησιάζει το τέλος σας
Καθώς και το δικό μου
Στο τέλος τα συντριβάνια θα καταλάβαιναν πως δεν πρέπει
  να λέμε Συντριβάνι
Τους λύκους τους προσελκύουν με καθρέφτες από χιόνι
Έχω μιά βάρκα χυμένη απ’ όλα τα κλίματα
Παρασύρομαι από ένα παγόβουνο με φλογάτα δόντια
Κόβω και τσακίζω το ξύλο του δέντρου που θά ’ναι
  πάντα πράσινο
Ένας μουσικός μπλέκεται στις χορδές του οργάνου του
Το Μαύρο Περίπτερο της εποχής καμιάς παιδικής ιστορίας
Πλησιάζει ένα σκάφος που δεν είναι παρά το φάντασμα
  του ιδικού του
Ίσως να υπάρχει μιά λαβή σε αυτό το ξίφος
Μα σε αυτή τη λαβή υπάρχει ήδη μιά μονομαχία
Που κατά τη διάρκειά της αφοπλίζονται οι δύο αντίπαλοι

Οι κουρτίνες που ποτέ δεν τραβήχτηκαν
Πλέουν στα παράθυρα των σπιτιών που θα κτισθούν
Τα κρεβάτια τα παλιωμένα απ’ όλα τα κρίνα γλιστρούν
  κάτω απ’ τις λάμπες από δρόσο
Θα έλθει ένα βράδυ
Οι από φως χρυσίτες ακινητούν κάτω απ’ την κυανήν χλόη
Τα χέρια που δένουν και λύνουν τους κόμπους του έρωτος
Διατηρούν όλη τους τη διαφάνεια για όσους βλέπουν
Και βλέπουν τα φοινικόφυλλα επάνω στα χέρια
Τις κορώνες μέσα στα μάτια
Μα η ανδρικιά των κορωνών και των φοινικοφύλλων
Ανάβει μόλις ανάβει στα πιο βαθειά του δάσους
Εκεί που τα ελάφια σκύβοντας εγκατοπτρίζουνε τα χρόνια
Δεν ακούγεται παρά ένας αδύνατος χτύπος
Απ’ όπου βγαίνουν χίλιοι κρότοι πιο ελαφροί ή πιο υπόκωφοι
Και αυτός ο χτύπος διαιωνίζεται
Υπάρχουν φορέματα που δονούνται
Και η δόνησή τους συγχρονίζεται με αυτόν το χτύπο
Μα όταν θέλω να δω το πρόσωπο αυτών που τα φορούν
Μιά μεγάλη ομίχλη σηκώνεται από τη γη
Στο κάτω μέρος των καμπαναριών πίσω από τις πιο κομψές
  δεξαμενές ζωής και πλούτου
Στα φαράγγια που σκοτεινιάζουν ανάμεσα σε δυό βουνά
Στη θάλασσα την ώρα που δροσίζει ο ήλιος
Τα πλάσματα που μου κάνουνε νόημα τα χωρίζουν άστρα
Και ως τόσο η άμαξα που σύρεται με καλπασμό
Παρασύρει ώς και τον τελευταίο μου δισταγμό
Που με προσμένει εκεί πέρα στην πολιτεία όπου
  τα μπρούτζινα και τα πέτρινα αγάλματα αλλάξανε θέσεις
  με τ΄ αγάλματα από κερί
Βαγιάνοι βαγιάνοι



Μετάφραση: Ανδρέας Εμπειρίκος.
Από το βιβλίο: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου «... δεν άνθισαν ματαίως – Ανθολογία Υπερρεαλισμού» Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1980, σελ. 274 -276.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου