Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ


ROBERT DESNOS


ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ


Οι μαθητές του φωτός πάντα ανακάλυπταν σκοτάδια πιο διάφανα.
Μες στα νερά του ο ποταμός κυλά ένα σώμα γυναικός μικρό το τέλος
   δεν θ’ αργήσει.
Η χήρα με νυφιάτικα ακολουθεί λάθος πομπή· όλο μας φτάνουμε στο
   μνήμα μας καθυστερημένοι.
Ένα καράβι σάρκινο βουλιάζει σε μικρή αμμουδιά. Ο τιμονιέρης
   συνιστά στον κόσμο να σωπάσει.
Τα κύματα προσμένουνε, Θεέ μου, ανυπόμονα· όλο και πιο κοντά σου.
Ο τιμονιέρης συνιστά να μιλήσουν τα κύματα, κι αυτά μιλούν.
Η νύχτα σφραγίζει τις μποτίλιες της με αστέρια και θησαυρίζει
   κάμνοντας εξαγωγή.
Μεγάλες αγορές οικοδομούνται για την πώληση αηδονιών, αλλά δεν
   επαρκούν για να εκπληρώσουν την επιθυμία της βασίλισσας
   τής Σιβηρίας που ζητά ένα αηδόνι λευκό.
Ένας εγγλέζος υπομοίραρχος ορκίζεται πως δεν θα τον συλλάβουν
   να μαζεύει άλλη φορά τη νύχτα αλιφασκιές ανάμεσα στα πόδια
   αλατένιων αγαλμάτων.
Την ίδια στιγμή μια μικρή αλατιέρα Κάλας ορθώνεται με δυσκολία
   στις λεπτές της γάμπες.
Ρίχνει στο πιάτο μου ό,τι μου απομένει από ζωή.
Φτάνει και περισσεύει για ν’ αλατιστεί ολόκληρος ο Ειρηνικός.
Πάνω στο μνήμα μου να βάλετε ένα σωσίβιο.
Καλού κακού· ποτέ κανείς δεν ξέρει.



Μετάφραση: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου:
Από το βιβλίο: Χριστόφορος Λιοντάκης (επιμ.), «Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1988, σελ. 232-233.



*********************************


LES GRANDS JOURS DU POÈTE


Les disciples de la lumière n'ont jamais inventé que des ténèbres peu opaques.
La rivière roule un petit corps de femme et cela signifie que la fin est proche.
La veuve en habits de noce se trompe de convoi;
nous arrivons tous en retard à notre tombeau.
Un navire de chair s'enlise sur une petite plage. Le timonier invite les passagers à se taire.
Les flots attendent impatiemment plus près de Toi ô mon dieu.
Le timonier invite les flots à parler. Ils parlent.
La nuit cacheté ses bouteilles avec des étoiles et fait fortune dans l'exportation.
De grands comptoirs se construisent pour vendre des rossignols. Mais ils ne peuvent satisfaire aux désirs de la reine de Sibérie qui veut un rossignol blanc.
Un commodore anglais jure qu'on ne le prendra plus à cueillir la sauge la nuit entre les pieds des statues de sel.
A ce propos une petite salière Cérébos se dresse avec difficulté sur ses jambes fines. Elle verse dans mon assiette ce qu'il me reste à vivre.
De quoi saler l'océan Pacifique.
Vous mettrez sur ma tombe une bouée de sauvetage.
Parce qu'on ne sait jamais.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου