PABLO NERUDA
Ο ΟΚΝΗΡΟΣ
Ἂς μὲ συγχωρήσει ὁ ἐχθρὸς
ποὺ ἔχασα τόσον καιρὸ νὰ μιλάω
μὲ ὀρυκτὰ καὶ μὲ ἄμμους·
κανέναν λόγο δὲν εἶχα,
ἀλλὰ ἔμαθα πολλὴ σιωπή.
Μοῦ ἀρέσει ν᾽ ἀγγίζω καὶ νὰ χαλάω
τὶς πέτρες αὐτὲς τὶς ἐπιούσιες·
τὸν γρανίτη, στῆς μύγας τὸ χρῶμα,
ποὺ ἐκκοκκίζεται καὶ σκορπιέται
σὲ ὅλα τῆς Χιλῆς τὰ παράλια.
Κανένας δὲν ξέρει πῶς φτάσανε
στοὺς γιαλούς μας τοῦτα τ᾽ ἀγάλματα.
Ἂν λατρεύω τὴ λάμψη
τῶν φωσφορικῶν βεγγαλικῶν
—τῆς ξιπασμένης φωτιᾶς τοὺς πύργους—
στὴν πέτρα ἐγὼ τὴν καρδιά της ἀγαπάω,
τὴ φωτιὰ ποὺ ἀνακόπηκε μέσα της:
τὴν ἀδιάλλακτή της τὴ σταθερότητα.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου