Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ



JORGE LUIS BORGES


ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ

Γεννήθηκα σε άλλη πόλη που λεγότανε κι αυτή
  Μπουένος Άιρες.
Θυμάμαι το τρίξιμο που κάνανε τα σίδερα της
  καγκελόπορτας.
Θυμάμαι τα γιασεμιά και τη στέρνα, πράγματα
  νοσταλγικά.
Θυμάμαι ένα έμβλημα ροζ που υπήρξε κάποτε
  κόκκινο.
Θυμάμαι το ντάλα μεσημέρι και τη σιέστα.
Θυμάμαι δύο σταυρωτά σπαθιά που είχαν
  υπηρετήσει στην έρημο.
Θυμάμαι τα γκαζοφάναρα και τον άντρα με το
  κοντάρι που τ’ άναβε.
Θυμάμαι τον καιρό τον γενναιόδωρο, τον κόσμο
  που ερχότανε σπίτι μας απροειδοποίητα.
Θυμάμαι το μπαστούνι του περίπατου με την αιχμή
  στη ρίζα του.
Θυμάμαι ό,τι είδα και ό,τι μου είπανε οι γονείς μου.
Θυμάμαι τον Μακεδόνιο Φερνάντες, σε μια γωνιά
  κάποιου ζαχαροπλαστείου στο Όνσε.
Θυμάμαι τ’ άστρωτα και σκονισμένα καλντερίμια
  του Όνσε.
Θυμάμαι τη Φιγούρα, εμπορικό κατάστημα στη οδό
  Τουκουμάν.
(Στην επιστροφή πέθανε ο Στανίσλαος δεν Κάμπο.)
Θυμάμαι κάποιαν Τρίτη μεσαυλή, που ποτέ δεν την
  πάτησα και που ήτανε μεσαυλή για τους σκλάβους.
Κρατάω στη μνήμη μου το πιστολίδι στο Άλεμ σε μια
  σκεπαστή άμαξα μέσα.
Σ’ εκείνο το Μπουένος Άιρες, που με παράτησε, εγώ
  θα ήμουν ξένος.
Ξέρω ότι οι μόνοι παράδεισοι που δεν απαγορεύονται
  στον άνθρωπο είναι οι απολεσθέντες.
Κάποιος σχεδόν όμοιός μου, κάποιος που δεν θά ’χει
  διαβάσει τούτες τις αράδες,
θα θρηνήσει τους τσιμεντένιους πύργους, τον οβελίσκο
  τον περίοπτο.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου